Θεός, CERN και …Πειραιώς!

 

Ένα έξοχο άρθρο προς αναδημοσίευση από το blog του φίλου Λεωνίδα Καστανά Μη Μαδάς τη Μαργαρίτα.
του Σάκη Κουρουζίδη από τη Μεταρρύθμιση
Υπάρχει θεός; Σύμφωνα με μια παλιότερη μέτρηση, το 52% των Ευρωπαίων απαντάει ναι και μόνο το 18% όχι. Οι υπόλοιποι δηλώνουν πως πιστεύουν στην ύπαρξη μιας «ανώτερης δύναμης».

Δεν είναι τυχαίο ότι οι Έλληνες είναι μεταξύ των πλέον θρήσκων λαών (81% δηλώνουν πως πιστεύουν στο θεό). Ακολουθούν Μαλτέζοι, Κύπριοι και Πορτογάλοι. Αντίθετα, από τους Εσθονούς πιστεύει μόνο το 16%, τους Τσέχους το 19%, τους Σουηδούς το 23%, τους Δανούς το 31%, τους Γάλλους και τους Ολλανδούς το 34%.

Το «σωματίδιο του θεού» ή σωματίδιο «θεός», ή καλύτερα το περίφημο πείραμα του CERN, αυτό που διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ερευνών στη Γενεύη, ξαναφέρνει στην επικαιρότητα ένα παλαιό πρόβλημα που συνδέεται με τη σχέση της εκκλησίας με το κράτος και ακόμη περισσότερο, της χριστιανικής σκέψης με την επιστήμη.

Μια προηγούμενη αφορμή στάθηκε η «νέα δίκη των πιθήκων» στις ΗΠΑ και μια πολύ ριζοσπαστική άποψη των καθολικών επισκόπων της Μ. Βρετανίας επί του θέματος των σχέσεων εκκλησίας-επιστήμης. Θα περίμενε κανείς να ανοίξει κάποτε και μια ανάλογη συζήτηση και στην Ελλάδα, με όρους 21ου αιώνα.

Επί του παρόντος, έχουμε μια ακόμη παρέμβαση του Πειραιώς, με όρους …Βυζαντίου.

Η σχέση του χριστιανισμού με την επιστήμη, πέρασε από πολλές φάσεις. Το σημαντικότερο θέμα που επηρέασε τις σχέσεις τους ήταν, βέβαια, η θεωρία της εξέλιξης, από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο χριστιανισμός θεώρησε το Δαρβίνο και τη θεωρία του ως ευθεία αμφισβήτηση της ιδέας της δημιουργίας του κόσμου από το θεό, όπως αυτή περιγράφεται στη Γένεση. Εκτός από την έντονη αντίθεση και πολεμική που άσκησε η εκκλησία, «επιστράτευσε» και ορισμένους επιστήμονες, που προσπάθησαν να αποδείξουν ότι όσα αναφέρονται στο κείμενο της Γένεσης στέκουν επιστημονικά. Ότι, δηλαδή, με επιστημονική μέθοδο και απτά ευρήματα, τεκμηριώνονται όλες οι περιγραφές της Γένεσης. Ως επιστήμες αρωγούς, αξιοποίησαν κυρίως τη γεωλογία, τη βιολογία και τη φυσική. Το φαινόμενο αυτό, η προσπάθεια επιστημονικής τεκμηρίωσης της δημιουργίας του κόσμου από το θεό, ονομάστηκε από τότε «επιστημονικός δημιουργισμός» ή απλώς «δημιουργισμός». Αξιοποιήθηκε, ακόμα, το θρησκευτικό φρόνημα ορισμένων επιστημόνων -και όχι το ίδιο το επιστημονικό τους έργο- για να διευρύνουν το μέτωπο των «αντιφρονούντων» κατά της θεωρίας της εξέλιξης. Στη σχετική βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί τόμοι ολόκληροι αλλά και πολλά μαργαριτάρια με μια «πιθηκοφοβία» γραφική έως διασκεδαστική.

Η άποψη της «εξέλιξης» των όντων και του πλανήτη συνολικά, προϋπάρχει της ιδέας της «δημιουργίας». Οι Βαβυλώνιοι πίστευαν ότι ο Ουρανός, η Γη αλλά και οι Θεοί γεννήθηκαν από ένα πρωταρχικό ον. Παρεμφερείς απόψεις εξέφραζε ο Βραχμανισμός, ο Βουδισμός και οι αρχαίες αιγυπτιακές θρησκείες. Ο Αναξίμανδρος (6ος π.Χ. αιώνας), πίστευε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από κάποιο είδος ζώου και ότι τα χερσαία ζώα, μαζί με τον άνθρωπο, ζούσαν πριν στη θάλασσα, ως ψάρια. Ο Ηράκλειτος, αργότερα, ο Εμπεδοκλής, ο Σπεύσιππος και ο Λουκρήτιος, πρόβαλαν θεωρίες για τον κόσμο που εμπεριείχαν τη λογική της «εξέλιξης» και όχι μιας στατικής και άπαξ δημιουργίας.

Με την εξάπλωση του χριστιανισμού, ατονούν όλες οι θεωρίες περί της εξέλιξης και κυριαρχεί η άποψη, ή καλύτερα η λογική της «δημιουργίας» του κόσμου, των φυτών και των ζώων. Για περίπου 1.500 χρόνια, ο κόσμος «ξέρει» πως δημιουργήθηκε από το Θεό. Ο γιατρός Παράκελσος (1493-1541) φαίνεται πως επαναφέρει μια κάποια εκδοχή περί εξέλιξης, υποστηρίζοντας ότι τα ενόργανα όντα προήλθαν από την αρχέγονη πρωταρχική ύλη, ενώ ο Μπέικον μίλησε για την εξέλιξη των ζωικών ειδών και ο Βαβίνι, την ίδια εποχή, έκανε πρώτος νύξη για την πιθανή καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο. Πολλοί φυσιοδίφες, βοτανολόγοι, γεωλόγοι, φιλόσοφοι και άλλοι διανοητές, όπως ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ, ο Ντιντερό, ο Καντ, ο Λαπλάς, ο Λινναίος, ο Λαμάρκ (στο σύγγραμμά του Ζωολογική Φιλοσοφία, 1809), ο Έρασμος Δαρβίνος (παππούς του Κάρολου), ο Μπουφφόν, ο Γκαίτε, κ.ά., προετοιμάζουν το έδαφος για την «επίσημη» εμφάνιση της θεωρίας της εξέλιξης από τον Κ. Δαρβίνο.

Το έργο του Δαρβίνου «Καταγωγή των Ειδών», βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1859. Μόλις 20 χρόνια αργότερα, δημοσιεύεται το πρώτο κείμενο του Δαρβίνου στα ελληνικά. Πρόκειται για το Βιογραφικό σχεδίασμα ενός μικρού παιδός, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ποικίλης ύλης -«οικογενειακό» το αποκαλεί ο Θ. Χελδράιχ στην επιστολή του προς τον Δαρβίνο, στην οποία και του το αναγγέλλει-«ΕΣΤΙΑ», τεύχος 104, του 1879. Ο Θ.Χ. αντάλλαξε ορισμένες επιστολές με τον Δαρβίνο, στις οποίες τον πληροφορεί για την «πρώτη μετάφραση στα νέα Ελληνικά ενός έργου σας… μεταφραστής είναι ένας νέος κρητικός γιατρός, ο Δρ. Σ. Μηλιαράκης, ένας από τους θαυμαστές σας και από τους ενθουσιώδεις οπαδούς σας, οι οποίοι είναι ακόμα αρκετά σπάνιοι στην Ελλάδα. Δεν είναι απαλλαγμένο κάποιου κινδύνου και χρειάζεται αρκετό ηθικό θάρρος για να ομολογεί κανείς και να αποδέχεται τις αρχές σας σ’ αυτή τη χώρα, όπου ακόμα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του δογματισμού». Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Κριμπάς, η πρώτη μετάφραση της Καταγωγής των Ειδών γίνεται μόλις το 1915, από τον Ν. Καζαντζάκη. Η Καταγωγή του Ανθρώπου, μεταφράζεται ακόμα αργότερα.

Το κείμενο της Γένεσης είχε εκληφθεί από τους χριστιανούς ως «ανθρωποκεντρικό», ότι, δηλαδή, η γη και όλα τα άλλα, πλην του ανθρώπου, τμήματά της, υπάρχουν χάριν και υπέρ των συμφερόντων και των σκοπών του ανθρώπου. Όλη η εβραιοχριστιανική παράδοση και οι περιγραφές της Γένεσης διευκόλυναν μια τέτοια πρόσληψη του κόσμου και δημιούργησαν μια παράδοση στην οποία αποδόθηκε η αρχή, η πηγή της κυριάρχησης της λογικής του «ανθρώπινου σωβινισμού», έναντι όλων των υπολοίπων όντων του πλανήτη. Βεβαίως, η σύγχρονη επιστήμη από τον Φ. Μπέικον (1561-1630) και μετά, ενίσχυσε αυτή τη λογική της χρησιμοθηρικής σχέσης με τη φύση και μπορεί, από κοινού με τη χριστιανική παράδοση, να επωμιστεί την «ευθύνη» ενός ακραίου ανθρωποκεντρισμού, ο οποίος χαρακτηρίζει και σήμερα τη θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση και τις σχέσεις του με αυτήν.

Ο δαρβινισμός και ο ίδιος ο Δαρβίνος, πέρασαν από συμπληγάδες για να υπάρξουν και να συζητηθούν στο πεδίο του επιστημονικού διαλόγου και της ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό και θεολογικό συντηρητισμό, αλλά και τον έντονο συντηρητισμό που συνόδευε, κυρίως τότε, και το χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων. Το πνεύμα του διαφωτισμού διευκόλυνε εν μέρει, αλλά δεν μπορούσε να προφυλάξει τους φορείς αυτών των «ανατρεπτικών» θεωριών, από το στόχαστρο της «πιθηκοφοβίας» της βικτωριανής Αγγλίας. Ο ίδιος ο Δαρβίνος «δεν άντεχε τις δημόσιες αντιπαραθέσεις» και είχε αρνηθεί ευγενικά να προλογίσει μια νεώτερη έκδοση του Κεφαλαίου του Μαρξ, πιθανότατα για να μη δημιουργηθεί οποιοσδήποτε ανεπιθύμητος συνειρμός.

Η ελληνική εκκλησία έχει μείνει στην εποχή του διλήμματος «εξέλιξη» ή «δημιουργία» και η απάντησή της, βέβαια, είναι «δημιουργία». Αυτό το ρεύμα σκέψης, ο «δημιουργισμός», όπως αναφέρθηκε, ουσιαστικά μεταφέρει, υποτίθεται, το δίλημμα στο πεδίο της επιστήμης, ενώ απαντά με όρους θρησκευτικούς, μη επιστημονικούς. Πολύ συχνά στο παρελθόν, η επιχειρηματολογία των «δημιουργιστών» επιστράτευε και «επιστημονικά» επιχειρήματα (εξ ου και ο επίσης χρησιμοποιούμενος όρος «επιστημονικός δημιουργισμός»).

Πριν καν εμφανιστεί η θεωρία της εξέλιξης στην Ελλάδα, μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, το 1867(!), υπό τον τίτλο: Λόγοι εν λίθοις, ή η γραφή βεβαιούμενη υπό της γεωλογίας, που συνέγραψε ο «Μακωσλάνδος Δομίνικος». Το 1936, ο μητροπολίτης Κίτρους, Κοϊδάκης Κωνσταντίνος, εξέδωσε στην Κατερίνη ογκώδη τόμο 469 σελίδων, με τίτλο Γεωλογία και Αγία Γραφή, όπου επιχειρεί και αυτός να αποδείξει ότι η «γένεση» επιβεβαιώνεται επιστημονικά. Σε σειρά τευχών του, το 1890, το εξαίρετο επιστημονικό περιοδικό «Προμηθεύς» παρουσιάζει τη θεωρία της εξέλιξης, από τον πατέρα της οικολογίας και μαθητή του Δαρβίνου, Έρνεστ Χέκελ. Οι αντιδράσεις που συνόδευσαν τα δημοσιεύματα αυτά, είναι πρωτοφανείς. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο κάποιοι θεολόγοι διανοητές της εποχής, να ζητούν, στο όνομα μιας ιδιότυπης «πιθηκοφοβίας», και τη φυσική εξόντωση των εκφραστών των απόψεων αυτών.

Ποτέ η ελληνική εκκλησία, ως τέτοια, δεν συζήτησε νηφάλια τα θέματα αυτά μέχρι σήμερα. Τους εκπροσώπους του «διαφωτισμού» τους καταγγέλλουμε, δεν συνδιαλεγόμαστε μαζί τους, είναι το κυρίαρχο δόγμα της. Υπάρχουν, όμως, μεμονωμένοι θεολόγοι διανοητές (π.χ. Μπέγζος, Αγουρίδης, Ματσούκας, αλλά και ο Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας), που έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις -όχι μόνο στο δίλημμα αυτό.

Ο Μ. Μπέγζος, τη διατύπωσε περίπου ως εξής: «και δημιουργία και εξέλιξη», δηλαδή, ενώ ένας χριστιανός μπορεί να πιστεύει ότι τον κόσμο τον δημιούργησε ο θεός, ο τρόπος, όμως, που ο κόσμος ζει και εξελίσσεται, είναι θέμα της επιστήμης να τον διερευνήσει. Η θεωρία της εξέλιξης είναι ένα τρόπος που η επιστήμη απαντά. Η αμφισβήτηση αυτής της θεωρίας, δεν είναι θέμα της εκκλησίας, αλλά μιας άλλης επιστημονικής προσέγγισης, που ενδεχομένως θα μπορούσε να την αντικρούσει ή να την ξεπεράσει. Ο χριστιανισμός και η εκκλησία, συνεχίζει, δεν είναι, εξ ορισμού, ούτε υπέρ, ούτε κατά της θεωρίας της εξέλιξης. Η προσέγγιση αυτή, ομολογουμένως, αποτελεί μια τομή στην προσέγγιση του σχετικού θέματος. Η αξία της είναι ασφαλώς ευρύτερη, γιατί επιχειρεί να οριοθετήσει -και να περιφρουρήσει- κατά κάποιο τρόπο, τη θέση και το λόγο της εκκλησίας στη σύγχρονη κοινωνία.

Δηλαδή, προσπάθησε να πει ότι «συμφέρει» την εκκλησία να μην εμφανίζει τον χριστιανισμό ως μία εκδοχή επιστημονική.

Η προσέγγιση αυτή δεν κυριαρχεί, καλύτερα δεν αγγίζει την ελλαδική εκκλησία, η οποία δεν ασχολείται καν με παρόμοια θέματα. Δεν «ανοίγει» νέα θέματα. Για όλα έχει απόψεις, από το παρελθόν, όμως! Όλα λύθηκαν, κάποτε, και από τότε ισχύουν αναλλοίωτα, όπως ισχυρίζεται και η παλαιοκομμουνιστική εκδοχή της στο πεδίο της πολιτικής. Η επίκληση της παράδοσης, το άλλοθι της ακινησίας. Ο πραγματικός λόγος, όμως, πρέπει να αναζητηθεί στην «πνευματική οκνηρία» που διακατέχει την εκκλησία, δεκαετίες τώρα. Άλλα τα ενδιαφέροντα, άλλες οι προτεραιότητες και άλλοι οι προσανατολισμοί της. Όποιος «ανοίγει» τέτοια θέματα, βαφτίζεται εκπρόσωπος του διαφωτισμού, «του κακού», δηλαδή.

Ο εκσυγχρονισμός, η μεταρρύθμιση της εκκλησίας και των σχέσεών της με το κράτος, την κοινωνία και την επιστήμη, ΔΕΝ βρίσκονται προ των πυλών…

Δηλώσεις Χρυσοχοΐδη. Αλήθεια τι πρωτότυπο είχαν;

    Ακούγοντας τις δηλώσεις Χρυσοχοΐδη, μου ήρθαν συνειρμικά στο μυαλό δύο άλλες περιπτώσεις που απλά αποκαλύφθηκαν. Πρώτη η αποπομπή από το ψηφοδέλτιο του Πασόκ στις εκλογές του 2004 των 9 βουλευτών που υπέγραψαν την περίφημη τροπολογία Πάχτα, λέγοντας ότι δεν ήξεραν τι ακριβώς υπέγραφαν και πως αυτό στις τροπολογίες αποτελεί μια συνήθη διαδικασία. Δεύτερη και πιο πρόσφατη  περίπτωση, οι ισχυρισμοί των λεγόμενων Βατοπεδινών της ΝΔ πως δεν γνώριζαν ακριβώς τι υπέγραφαν.    
   Δύο περιπτώσεις που έτυχε και ήρθαν στο φώς απλά γιατί οι υπογραφές αποτελούσαν τη νομιμοποίηση ενός σκανδάλου. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις η υπογραφή ήταν όντως συνειδητή, κάτι που αποτελεί κακουργηματική πράξη αλλά με την κλασσική πλέον μέθοδο των εξεταστικών επιτροπών και πορισμάτων αυτόαθωώνεται, για κάποιους άλλους η άγνοια του τι υπογράφουν αποτελούσε απλά μια τυπική κομματική διαδικασία στα πλαίσια στήριξης του κυβερνητικού «έργου».  Κάτι που προφανώς γινόταν και γίνεται συνέχεια. Το πάλε ποτέ περίφημο άρθρο του Τεγόπουλου με τίτλο «Συνένοχος ή Βλάξ» πάντως το ίδιο επικίνδυνοςαπό την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά, δεν αποτελέι πια μέρος του πολιτικού κουλτούρας –ενδεχομένως ούτε και τότε- και τέτοιες απόψεις το ίδιο το σύστημα έχει προλάβει να τις χαρακτηρίσει «πονηρές» ή λαϊκίστικες στην καλύτερη περίπτωση.  Όταν δε υπάρχει και το «δημοκρατικό» πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας με φόβο την απώλεια της δεδηλωμένης, η ρετσινιά της αποστασίας που κουβαλάει από το 1965 δεν αφήνει περιθώρια «ελιγμών»  σε αυτή την κουλτούρα. Εξάλλου, χτες ελάχιστες ώρες μετά τη «γκάφα;;;» Χρυσοχοΐδη, η ψηφοφορία στη Βουλή με τα όσα τραγελαφικά συνέβησαν και τα ψευτοαντάρτικα εκ του ασφαλούς, αυτό ακριβώς απέδειξε.  
   Το ζήτημα δεν είναι το πώς υπέγραψε ο κος Χρυσοχοΐδη ή η Κα Κατσέλη αλλά και τόσοι άλλοι που απλά δεν το παραδέχτηκαν και ίσως από σήμερα θα βρεθούν στη θέση του «κατήγορου» για το αίσχος των δύο. Σήμερα διαβάζουμε παντού για αυτό το αίσχος, την ανευθυνότητα, την ενδεχόμενη στρατηγική λόγω δελφινομαχίας και απόταξης της ένοχης στη συνείδηση των πάντων Παπανδρεικής διετίας, και άλλα πολλά.
  Το ζήτημα είναι πως όλοι μας γνωρίζουμε πως και οι δύο τους θα επανεκλεγούν και μάλιστα με υψηλά ποσοστά ψήφων. Πως το επίπεδο του κοινοβουλευτικού έργου όχι είναι απλά χαμηλό και γεμάτο επικίνδυνες στρεβλώσεις αλλά πως αυτές οι στρεβλώσεις  θεωρούνται φυσιολογικές και μας αγγίζουν μάλλον επιδερμικά.
   Σε μια κοινωνία που η πολιτική θα είχε την πραγματική της υπόσταση, που οι πολιτικοί θα γνώριζαν πως οι πράξεις τους παρακολουθούνται και ελέγχονται από τον εντολοδόχο λαό, και που έχουν άμεσες συνέπειες για τις πράξεις ή παραλήψεις τους, η αυτονόητη συνέχεια των δηλώσεων Χρυσοχοίδη και Κατσέλη θα ήταν πως αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, ζητάνε συγγνώμη και αποχωρούν δια παντός από τον πολιτικό βίο πληρώνοντας το τίμημα και χάνοντας της ευκαιρία τους. Σήμερα όμως ξέρουν πως όχι μόνο θα επανεκλεγούν αλλά κάτω από προϋποθέσεις η επιδερμική μας αντίδραση και η «κοντή» μας μνήμη θα τους επιτρέψει να διεκδικήσουν μέχρι και την πρωθυπουργία. Και όλα αυτά πάντα με την ψήφο μας..

Μια κρίση που δεν είναι οικονομική…

    Η τελευταία διετία κινείται στη «σφαίρα της οικονομίας» και της κρίσης. Σε μηνιαία –αν όχι εβδομαδιαία- κλίμακα νέες λέξεις και έννοιες προστίθενται στο λεξιλόγιο μας. Spread, Swap, Συντεταγμένη ή μη χρεοκοπία, Haircut, PSI, EFSF, κ.ο.κ Οικονομικοί όροι ή ακόμα και λεκτική οικονομική «αργκό» που χρησιμοποιούμε πλέον όλοι με το ύφος του ειδικού φωτεινού παντογνώστη. Κρίνουμε, έχουμε τη δική μας λύση στο πρόβλημα που συνήθως φαντάζει στα μάτια μας πολύ απλή και αρκούν μια- δυο κινήσεις για να βγούμε από το αδιέξοδο,  απορούμε γιατί είναι όλοι ανάξιοι να τις προκρίνουν.
  Παράλληλα, ανάλογα με την ηλικιακή μας ομάδα ή την ιδεολογική και κομματική μας τοποθέτηση γνωρίζουμε και τους ενόχους που μας έφεραν ως εδώ σήμερα. Φταίνε οι πολιτικοί, φταίει ο Ανδρέας Παπανδρέου που μοίραζε αφειδώς, φταίει ο «μπούλης», φταίει ο «γιωργάκης», οι εβραιομασσώνοι με τα σκοτεινά τους σχέδια, οι σατανιστές που πολεμούν την ορθοδοξία, οι κομμουνιστές που μπλοκάρουν την ανάπτυξη, οι μεγαλοεργολάβοι, οι εφοπλιστές, οι συνδικαλιστές, οι δημόσιοι υπάλληλοι που τρώνε τις σάρκες του κράτους, οι έμποροι που κλέβουν το ΦΠΑ, το κεφάλαιο γενικά, οι μετανάστες, και σίγουρα οι ξένοι που ποτέ δεν ξεπέρασαν το κόμπλεξ τους απέναντι μας είτε για λόγους του παρελθόντος μας, είτε γιατί θέλουν να μας φάνε τα πετρέλαια και τον ορυκτό πλούτο, είτε γιατί έχουμε ήλιο.. Η λίστα μπορεί να διανθιστεί με εκατοντάδες άλλους λόγους από την τουρκοκρατία και τη δολοφονία του Καποδίστρια, μέχρι τον Ερμή που είναι ανάδρομος. Κατά κανόνα όμως μονομερώς και αξιωματικά, με απουσία της ευθύνης μας σαν λαού μιας και «ο Έλληνας στο εξωτερικό διαπρέπει γιατί εκεί υπάρχουν νόμοι και αξιοκρατία».
  Πάντοτε με το στόμφο του ειδήμονα και πάντοτε έτοιμοι να κάνουμε μακροοικονομική ανάλυση πάνω σε ένα πακέτο τσιγάρα ακόμα και αν αγνοούμε την προπαίδεια.  Ζούμε σήμερα μια αντίστοιχη περίοδο με του 1999 που μπορεί να μη γνωρίζαμε πόσο κάνει ένα μπουκάλι γάλα, αλλά μπορούσαμε να αποστηθίσουμε απ έξω και ανακατωτά το γενικό δείκτη του χρηματιστηρίου, να περιμένουμε τα splitγια να μπούμε ή να βγούμε, να ανταλλάσουμε πληροφορίες για τα θεμελιώδη μεγέθη των εισηγμένων στο ΧΑΑ, και βλέποντας αργότερα το δείκτη να πέφτει ήμασταν βέβαιοι ως ειδικοί πως «δεν γίνεται να πάει κάτω από τις 4000 μονάδες, τις 3000, τις 2000 και πάει λέγοντας. Με το ίδιο ύφος και με τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούμε και σήμερα για το αν τελικά πτωχεύσουμε ή όχι, αν θα ξανάρθει η δραχμή ή θα μείνουμε στο ευρώ. Στηριγμένα απλά στην ελπίδα μας , το ιδεολογικό μας κόλλημα, την έφεση μας να παπαγαλίζουμε χωρίς σκέψη ότι ακούμε, και –κυρίως- να ικανοποιήσουμε την «ψευδαίσθηση» μας ότι γνωρίζουμε μιας και η φράση «δεν έχω άποψη γιατί αγνοώ το θέμα» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο μας.  Ενδεχομένως  δε να αισθανθούμε και προσβεβλημένοι αν μας το προσάψει κάποιος.
   Κατανοούμε βέβαια πως για να μπορέσουμε να βγούμε από το αδιέξοδο χρειάζονται μέτρα, μόνο που κανένα μέτρο δεν είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε.. Ίσως πια όχι άδικά μιας και όλα τα μέτρα που μας έχουν επιβληθεί και μάλιστα «οριζόντια» χωρίς διακρίσεις ήταν ατελέσφορα, και όχι βασισμένα σε κάποιο σχέδιο αλλά πάνω σε μια κρίση πανικού άμεσης ανεύρεσης πόρων. Αποτέλεσμα όμως μιας χρόνιας αναβλητικότητας και  έλλειψης σχεδιασμού -που θα μας βρει εκ των προτέρων εναντίον της-  υπό το φόβο πάντα του πολιτικού κόστους από τους κυβερνώντες που οι ίδιοι εκλέγουμε. Αναβλητικότητα που είναι μάλλον και ο καθοριστικός παράγοντας που μας κρατάει «δεμένους» στον προμηθειακό μας πάσαλο.
   Πόσο όμως η κρίση σήμερα στη χώρα μας είναι αμιγώς οικονομική και κατά πόσον η λύση της θα προέλθει μέσα από την αποτελεσματικότητα οικονομικών στόχων;  Τα αίτια της κρίσης είναι μόνο οικονομικά ή μήπως οφείλονται σε μια βαθιά πολιτισμική κρίση που βιώνουμε κομπάζοντας την τελευταία πεντηκονταετία και είναι αυτή που αποτελεί τροχοπέδη για την εξεύρεση λύσης;
   Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε από την κατάρρευση της LehmanBrothers δεν μας βρήκε απλά απροετοίμαστους  αλλά ανέδειξε όλες τις πτυχές μιας άλλης χρόνιας κρίσης, αυτή της πολιτισμικής, συνέπεια της οποίας αποτελεί η οικονομική. Ασφαλώς και η κρίση σήμερα είναι παγκόσμια και με πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε όλα τα κράτη που τη βιώνουν ανεξαρτήτως ιδιαιτεροτήτων. Αυτές όμως οι ιδιαιτερότητες είναι που αντί να προάγουν την επίλυση, μας ρίχνουν όλο και πιο βαθιά στον οικονομικό καιάδα.
    Ο ατομικισμός, η συντεχνιακή αντίληψη που για χρόνια καλλιεργήσαμε και δυστυχώς συνεχίζουμε να καλλιεργούμε, το πολιτικό «αλισβερίσι» με αντάλλαγμα το στρουθοκαμηλισμό μας απέναντι στην ανομία και την καθιέρωση της έννοιας του πολιτικού κόστους, η απαξίωση της αξίας και της νομιμότητας με την ταμπέλα της γραφικότητας, και τόσα άλλα γνωστά σε όλους μας είναι αποτέλεσμα πολιτιστικής κρίσης ως αποτέλεσμα υποβαθμισμένης παιδείας.  
   Παιδείας που στο εκπαιδευτικό σύστημα  από τον δεξιό υπερσυντηρητισμό περάσαμε μετά τη μεταπολίτευση σε ένα σύστημα που ο κάθε αναρμόδιος υπουργός οραματιζόταν τη δική του μεταρρύθμιση απαξιώνοντας πλήρως τον παιδευτικό χαρακτήρα του και με μια ελευθεριότητα που οδήγησε στην ασυδοσία και την απαξίωση. Κοινωνικής παιδείας που γαλούχησε γενιές με όραμα το οικονομικό φαίνεσθαικαι προήγαγε το σκοπό και όχι το μέσο ή την επάρκεια. Πολιτικής παιδείας  που ταυτίστηκε με την κομματική συνθλίβοντας ιδεολογίες, οράματα, κοσμοθεωρίες στο βωμό της αυτοσυντήρησης στην κομματική και εξουσιαστική νομενκλατούρα.
    Αυτή η κρίση πολιτισμού είναι που αποτελεί το εμπόδιο για να κοιτάξουμε μπροστά με αισιοδοξία. Γιατί αν το βασικό χαρακτηριστικό της οικονομίας διαχρονικά και παγκόσμια είναι η «κοντή» μνήμη που αρκούν οι μεταβολές συγκεκριμένων ποσοστών, αριθμών και αλγοριθμικών συμβάσεων για να μετατρέψουν θεωρητικά την υπανάπτυξη σε πρόοδο, ο πολιτισμός χρειάζεται χρόνο για να αναπτυχθεί. Κυρίως όμως χρειάζεται όραμα και αυτογνωσία. Άραγε την έχουμε;