Ένα ερώτημα που βασανίζει τους περισσότερους μαςείναι το ποια είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει την παθητική στάση απότην ενεργητική αντίδραση ενός λαού. Όχι το ποια είναι τα αίτια για αυτή τημετάβαση. Αυτά είναι γνωστά και όλοι μας σε καφενειακού ή φιλολογικού επιπέδουσυζητήσεις μπορούμε να απαριθμήσουμε σωρεία επιχειρημάτων και αιτιών.
Το ερώτημα έρχεται στο πότε και στο ποιεςείναι οι προϋποθέσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο. Υπάρχουν τα στερεοτυπικά κλισέπου λένε πως «οι λαοί αντιδρούν όταν δεν έχουν τίποτα πλέον να χάσουν», πως«αρκεί μία απλή και συνήθως πολύ μικρή αφορμή για να ξεκινήσει το ξέσπασμα»,πως «η πείνα είναι το μεγαλύτερο όπλο μιας επανάστασης», και άλλα πολλάαντίστοιχα. Σωστά μεν αλλά αποτελούν περισσότερο απαντήσεις σε προγενέστερεςκαι όχι κοινωνικοπολιτικά όμοιες καταστάσεις παρά στο πότε η αντίδρασημαζικοποιείται και φέρνει αποτέλεσμα.
Στην ελληνική πραγματικότητα οι αφορμές έχουνπάψει από καιρό να αποτελούν τη σπίθα. Διαδέχονται η μία την άλλη μεκαταιγιστικούς ρυθμούς κατά απόλυτη αντιστοιχία με τα συναισθήματα μας. Φόβος, αβεβαιότητα,παραίτηση, απόγνωση, έλλειψη κουράγιου και προοπτικής, οργή.
Οι ειδήσεις που μας κατακλύζουν καθημερινά,τα μέτρα και ο τρόπος που έρχονται, αλλά κυρίως η στάση του πολιτικούσυστήματος απέναντι στην πραγματικότητα, βρίθουν από αφορμές. Δεν είναι μόνο ταισοπεδωτικά μέτρα αυτά καθ αυτά που αποτελούν την αφορμή. Η σημερινή κυβέρνησηεξάλλου έχει υπερβεί κάθε όριο αντιδημοκρατικότητας, παραβίασης των νόμων,αλαζονείας και ανικανότητας βυθίζοντας ένα λαό στην αδυναμία εύρεσης προοπτικής.Είναι η στάση ολόκληρου του πολιτικού μαςσυστήματος όπως εκφράζεται που μας κρατά εγκλωβισμένους και αίολους.
Από τη μία πλευρά, ένας αποτυχημένοςπρωθυπουργός μας τονίζει με κάθεευκαιρία πως θυσιάζεται ως σύγχρονη Ιφιγένεια για το κοινό καλό όταν ηκυβέρνηση του έχει καταστρατηγήσει κάθε είδους συνταγματική νομιμότητα. Έναςαποτυχημένος υπουργός οικονομικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης χωρίς ίχνοςλογικής μεταθέτει το βάρος της δικής του ανικανότητας στους πολίτες με μέτραπου όχι μόνο οδηγούν στην εξαθλίωση, όχι μόνο είναι άδικα αλλά και ατελέσφορα.Δική του άλλωστε είναι η φράση πως η πτώχευση του λαού δεν έχει σχέση με τηνπτώχευση της χώρας εισάγοντας έτσι μια νέα θεωρία περί κρατών και πολιτών. Μια κοινοβουλευτική ομάδα που αντιδράεπικοινωνιακά πριν ψηφίσει για «τελευταία φορά» οτιδήποτε της επιβληθεί.Στρατιωτάκια χωρίς ίχνος ευθύνης και προσωπικότητας. Ένας αντιπρόεδρος που δεν χάνει ευκαιρία ναπροκαλεί το δημόσιο αίσθημα είτε με τις «σοφίες» του περί ευθυνών, είτε με τηναδυναμία του να πληρώσει τα μέτρα που ψήφισε….Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Στην ίδια πλευρά όμως και μια αξιωματικήαντιπολίτευση που η ανικανότητα της σημερινής κυβέρνησης και η τραγικότητα τηςπραγματικότητας την έχει οδηγήσει στην αυτόαθώωση από τις ευθύνες της –λες καιδεν κυβέρνησε ποτέ τον τόπο- και αντιπολιτεύεται με εκθέσεις ιδεών ψηφίζονταςπαράλληλα τις περισσότερες επιλογές της κυβέρνησης. Διαφωνώντας όχι στον τρόποπολιτικής αλλά στο ότι η κυβέρνηση δεν υιοθετεί πλήρως τις δικές της θέσεις«σωτηρίας». Χωρίς λογική ελέγχου αλλά περιμένοντας το «φρούτο» να πέσει από τοδέντρο της εξουσίας και να πάρει τη θέση του αφού πρώτα σαπίσει.
Από την άλλη πλευρά, μια αριστερά πουακολουθεί πιστά το αυτοκαταστροφικό της ιδιότυπο διαίρει και βασίλευε. Μόνο πουτα δικά της βασίλεια έχουν περιορισθεί σε εγκαταλελειμμένα χωρία που ο μόνοςλόγος που τα κρατάει «ζωντανά» είναι να μην αλλάξει θέσεις ο κοινοτάρχης και οιηγεσίες τους. Νόμος είναι το δίκιο της εκάστοτε σέχτας, της εκάστοτε «ηγετικής»ομάδας που αντιπολιτεύεται τους «ομοίους» της. Μια αριστερά που οραματίζεταιγενικόλογα τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου στο πολιτικό σύστημα τη στιγμή πουδεν υπάρχει καν δεύτερος μιας και Πασοκ, ΝΔ, ΛΑΟΣ και Μπακογιάννη αποτελούν ταμέρη του ίδιου πόλου απομονώνονταςτην ακόμα περισσότερο. Με μεγαλύτερο παράδειγμα την υπερψήφιση του νομοσχεδίουγια την παιδεία που έμοιαζε περισσότερο με επίδειξη αστικής νεοφιλελεύθερηςισχύος παρά με κοινοβουλευτική διαδικασία.
Αν θελήσουμε λοιπόν να αναζητήσουμε τοπρόβλημα της παθητικότητας μας αυτό δεν είναι η έλλειψη αφορμών ή αιτιών. Σεόλη τη σύγχρονη ιστορία μας καλλιεργήσαμε το μύθο του αντιστεκόμενου λαού χωρίςόμως αυτή να αιτιολογείται. Η επτάχρονη χούντα της περιόδου 1967-74 αποτελεί τοπιο τρανό παράδειγμα. Μια light ξενόφερτη χούντα πουοι μόνοι που αντιστάθηκαν και βασανίστηκαν ήταν οι «γνωστοί» αριστεροί και ένατμήμα της νεολαίας. Το σύνολο του ελληνικού λαού βγήκε στους δρόμους ναυποδεχθεί τη δημοκρατία που θα έφερνε ο Καραμανλής αλλά αφού είχε πέσει ηχούντα… Η δημοκρατία ποτέ δεν ήρθε απόλυτα στη χώρα, ούτε ασφαλώς η απεμπλοκή απότην ξενοκρατία. Παρέμεινε μαζί με το σοσιαλιστικό όραμα που κράτησε μέχρι τηνεπόμενη των εκλογών του 1981 στις καλένδες. Αυτό όμως ουδέποτε ενόχλησε τονελληνικό λαό για να αντιδράσει. Απεναντίας και εν γνώσει και όχι άγνοια μας. γιαόσο διάστημα η οικονομική ευμάρεια –με δανικά ή μη- κάλυπτε τις βιοποριστικές και καταναλωτικές μαςανάγκες και προωθούσε την «κοινωνική μας άνοδο» κάναμε τα στραβά μάτια στηνανομία ή την καταστρατήγηση της ισότητας των πολιτών . Ο ατομικισμός όχι μόνοαποτέλεσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό μας αλλά σιγά σιγά εξαφάνισε κάθε μορφήμαζικής –με την έννοια της ιδεολογικά πολυσυλλεκτικής- κινητοποίησης.
Υπάρχει περίπτωση να υπερβούμε την λεπτήγραμμή που μας χωρίζει από την παθητικότητα και να αντιδράσουμε; Ναι μόνο πουοι προϋποθέσεις πλέον δεν αποτελούν προϊόν σκέψης ή συναίσθησης αλλά προϊόν βιασμούτων ονείρων μας. Γιατί για πρώτη φορά δεν βλέπουμε ελπίδα στο μέλλον. Γιατί τοσήμερα είναι χειρότερο από το χτες και καλύτερο από το αύριο. Κυρίως όμως γιατίμας βυθίζει σε ένα τέλμα που δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε διαφορετικά. Ήδη ημετανάστευση αποτελεί τη μόνη λύση για αυτούς που μπορούν λόγω έλλειψηςυποχρεώσεων να φύγουν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανσυνειδητοποιήσουμε πως είμαστε ήδη στο +5, τότε ναι θα υπάρξει αντίδραση. Μόνοπου θα πρέπει να λειτουργήσουμε συλλογικά και το πρόβλημα έγκειται πως ποτέ μαςδεν μάθαμε την έννοια της συλλογικότητας. Ποτέ δεν εξομοιώσαμε τη μοίρα μας μετου διπλανού μας και ποτέ δεν τιθασεύσαμε τον ατομικισμό μας. Γίναμε ένα κοπάδιθυμάτων που οδηγείτε επί σφαγή προχωρώνταςκαι περιμένοντας το θαύμα. Κοπάδι όμως που δεν κοιτά την κοινή του μοίρα αλλάαποτελεί άθροισμα μεμονωμένων «προβάτων» που περιμένει το δικό του θαύμα. Και δυστυχώςόποιος πιστεύει στα θαύματα είναι πολύ εύκολο να πειστεί ξανά από τους δήμιουςπου θα τον «ξανασώσουν». Και αυτή τη φορά η «σφαγή» θα είναι και ητελειωτική , και αν την ώρα της «σφαγής» υπάρξει αντίδραση αυτή θα είναι βίαιη επι δικαίων και αδίκων. Και τα μεγάλα θύματα θα είμαστε για άλλη μια φορά εμείς οι ίδιοι..