Δημοκρατία, Ευρωπαϊκό κεκτημένο, και Πολιτικός κόσμος. Όταν ο λαϊκισμός και η βία οδηγούν στην «κόλαση» των άκρων

   Όλοι μας κατά καιρούς έχουμε “ειρωνευτεί” το επίπεδο της Δημοκρατίας στον τόπο μας. Άλλοτε με σκεπτικισμό, άλλοτε με ένα γαμώτο, άλλοτε ¨πνιγμένοι” από τα κακώς κείμενα που μας τροφοδοτεί η “θεσμική” καθημερινότητα, πάντοτε όμως μιλώντας εκ του ασφαλούς και με τη σιγουριά πως η επόμενη μέρα δεν θα μας βρει «στο γύψο». Γιατί παρά τα εκατοντάδες προβλήματα και τα μεγάλα ερωτηματικά για την ποιότητα της η κοινοβουλευτική Δημοκρατία ευτυχώς ακόμα υπάρχει και μόνο αυτονόητη δεν είναι. Κι αν η ευμάρεια της τελευταίας τριαντακονταετείας μας έκανε να το ξεχάσουμε, η οικονομική κρίση της τελευταίας τριετίας και τα αποτελέσματα της στον κοινωνικό ιστό μας θυμίζουν κατακλυσμιαία το πόσο εύθραυστη είναι.
   Θα μπορούσε να πει κανείς πως εν έτη 2012 το να αναφέρεται κανείς σε συνταγματικές εκτροπές, χούντες και ολοκληρωτικά καθεστώτα αποτελεί ή φαντασιοπληξία ή συνομοσιολογία. Θα συμφωνούσα απόλυτα με έναν τέτοιο χαρακτηρισμό αλλά με μια σημαντική προσθήκη. Και αυτή δεν είναι άλλη από το «μέσα στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο». Γιατί ο σημαντικότερος λόγος που η χώρα περνάει την πιο μακρά περίοδο δημοκρατίας από καταβολής της δεν είναι άλλος από το ότι ανήκει στον πυρήνα της ΕΕ. Με εκατοντάδες αντίστοιχα ενστάσεις για το πόσο ενωμένη είναι η Ευρώπη, με μεγάλα επίσης ερωτηματικά για την ποιότητα της, δεν παύει όμως να αποτελεί το θεματοφύλακα της Δημοκρατίας για τους «εντός»..
   Οι εκλογές της άνοιξης έφεραν μέσα στο ναό του κοινοβουλευτισμού – για πολλούς από τους συμπολίτες μου γνωστό και ως μπ…λο, αλλά για μένα & αρκετούς ακόμα άλλους ως ιερός τόπος διαφύλαξης της ελευθερίας- τη ΧΑ. Θα μπορούσε να ήταν μια ψήφος ακραίας αντίδρασης και να μην μας απασχολούσε αν δεν συνοδευόταν από μια γενικότερη κοινωνική στροφή προς τα άκρα και τη δημοκρατική απαξίωση. Μια κοινωνική πεποίθηση για την «ξεπερασμένη δημοκρατία των προδοτών», της «κατοχής», του οράματος για νέο «Γουδί», του «τέτοια δημοκρατία δεν τη θέλω, καλύτερα να διαλυθούν τα πάντα».. Μια κοινωνική νομιμοποίηση της βίας, του σκοταδισμού και της ανομίας στο όνομα της πατρίδας της θρησκείας και της οικογένειας που δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την αγία τριάδα της πλειοψηφίας. Μια επιστροφή -ίσως και «απελευθέρωση»- στην άρνηση της ιδιαιτερότητας, της ξενοφοβίας και οποιουδήποτε δεν συνάδει με τον ελληνικό μύθο.
   Η μέχρι τώρα απάντηση του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου απέναντι σε αυτή την επικίνδυνη οπισθοδρόμηση είναι τα αμήχανα ευχολόγια και η τηλεοπτική καταδίκη. Το ζήτημα της ΧΑ δεν ήρθε για συζήτηση στην ολομέλεια για λόγους διαδικασίας χάνοντας όμως την ουσία. Η Κυβέρνηση αντί να ασχοληθεί επιτέλους σοβαρά με το μεταναστευτικό οργανώνει τον «ΞΕΝΙΟ ΔΙΑ» σαν να προσπαθεί να υποκαταστήσει την ανομία και την αστυνόμευση που οι πολιτικές της «παραχώρησαν». Κυρίως όμως σαν να απαντά ότι είναι εξίσου ικανή στο να δίνει λύσεις όσο οι τραμπούκοι!!!! Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίδεται σε ένα άκρατο λαϊκισμό, «ξεχνώντας» πως ο λαϊκισμός αποτελεί προνομιακό πεδίο των άκρων και πως οφείλει να είναι σύμμαχος με όλα τα λεγόμενα αστικά κόμματα στον αγώνα διαφύλαξης της δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Κυρίως όμως, επειδή αποτελεί αξιωματική αντιπολίτευση, να σταθεί απέναντι στην εκτροπή την ανομία και τη βία από όπου και αν προέρχεται όταν η αγανάκτηση και η οργή βρίσκονται σε οριακή κατάσταση. Διαφορετικά θα φέρει και αυτός ακέραια ευθύνη στην περαιτέρω καλπάζουσα άνοδο των άκρων.
  Σήμερα οι μέρες που ζούμε περισσότερο από ποτέ έχουν άμεση ανάγκη δημοκρατικής αυτοπροστασίας. Ο πολιτικός κόσμος οφείλει καθημερινά να λειτουργεί με αυτό το γνώμονα. Η οικονομική κρίση μας έχει οδηγήσει σε έναν αγώνα να περισώσουμε την αξιοπρέπεια μας. Δεν μπορεί να υπάρξει όμως αξιοπρέπεια χωρίς ελευθερία. Σίγουρα γνωρίζουμε όλοι πως δεν ζούμε στο δημοκρατικό παράδεισο. Ακόμα και αυτός όμως μας παρέχει τη δυνατότητα ακόμα και στην παρούσα συγκυρία να αξιοποιήσουμε το αγαθό της ελευθερίας. Αν επενδύσουμε σε αυτή, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο θα παραμείνει ζωντανή. Αν όμως επενδύσουμε στο λαϊκισμό, τη βία και την αντιπαράθεση τότε παίζουμε το παιχνίδι των άκρων στον προνομιακό τους χώρο. Και θα είναι αργά στην κόλαση τους να αναζητούμε το χαμένο μας παράδεισο..

ΥΓ. Τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης  που τόσο έχουμε γίνει ειδήμονες μιας και έχουμε εξαντλήσει τη γνώση της ελληνικής ιστορίας… ΔΕΝ ακολούθησε ούτε η ανοιχτή δημοκρατία ούτε ο σοσιαλισμός αλλά ο Χίτλερ. Στην υπόλοιπη τότε Ευρώπη, ο Μουσολίνι, ο Φράνκο ο δικός μας Μεταξάς κ.α. Αν μας εκλύει τόσο η αναγωγή σε εκείνες τις μέρες που καθημερινά πλέον αναφέρονται, ας μην ξεχνάμε και την συνέχεια…

 

Γιατί ΔΕΝ απεργώ..

   Σήμερα είναι η «μεγάλη» απεργία της ΓΣΕΕ της ΑΔΕΔΥ, και όλων των άλλων μικρότερων συνδικαλιστικών υποκαταστημάτων. Όσοι έχουν συνείδηση του τι συμβαίνει, όσοι δεν είναι εξαπατημένοι από το σύστημα, όσοι αγωνίζονται και για τους άλλους, όσοι ξέρουν από πεζοδρόμιο και έχουν λιώσει σόλες, όσοι ξέρουν πράγματα που παίζονται στις πλάτες του λαού, όσοι κοινώς κατά τη λαϊκή έκφραση δεν είναι πρόβατα, θα είναι εκεί.
   Εγώ που δεν θα είμαι στο δρόμο αυτομάτως στη συλλογική συνείδηση των απεργών ή καλύτερα των απεργολάγνων –επαγγελματιών και μη- απεμπολώ όλα τα χαρακτηριστικά των πολιτικά ψαγμένων. Παράλληλα, η παρουσία μου στη δουλειά μπορεί να μου χαρίσει και άλλα παράσημα εκτός από την ταύτιση με το συμπαθές πρόβατο. Φοβισμένος, οσφιοκάμπτης των αφεντικών, αντιδραστικός, συντηρητικός, παρτάκιας και άλλα πολλά αντίστοιχα. Παλιότερα θα χαρακτηριζόμουν και φασίστας από αρκετούς. Αύριο βέβαια οι φασίστες θα είναι και αυτοί στο αντιμνημονιακό κάλεσμα μιας και έχουν γίνει πρωτεργάτες στους αγώνες του δρόμου, οπότε μάλλον τη γλιτώνω.
Ίσως μάλιστα κερδίσω και τη συμπάθεια κάποιων μιας και η απεργοσπαστική μου πράξη μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ύπνωσης μου από το σύστημα που με έχει κάνει να βλέπω το δέντρο και όχι το δάσος. Ύπνωση που καλά κρατεί από πρόπερσι στο μεγάλο ξεσηκωμό του λαού από τους καναπέδες που τόσο άλλαξε το πολιτικό τοπίο και μας έβγαλε από τα πολιτικά μας αδιέξοδα. Τότε που δεν ήμουν «αγανακτισμένος» για λόγους που έχω αναφέρει από αυτό εδώ το blog εδώ, και εδώ.
Σήμερα λοιπόν δεν απεργώ.

Δεν απεργώ γιατί πιστεύω πως στην κατάσταση που βρισκόμαστε ακόμα και μια μη παραγωγική μέρα είναι πολύ περισσότερο πολύτιμη από τον όγκο και τον παλμό των απεργών που δεν θα πάνε για καφέ ή θα κάτσουν σπίτι. Ακόμα και μια μέρα για ψυχαναλυτικούς λόγους και χάιδεμα αυτιών του λαού από τα ΜΜΕ κοστίζει πανάκριβα

Δεν απεργώ γιατί σήμερα ακόμα και μια μέρα χωρίς να λειτουργήσει ένας παιδικός σταθμός, ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, μπορεί να είναι δυσβάσταχτη οικονομικά στον αγώνα για την επιβίωση εκατοντάδων πλέον χιλιάδων συνανθρώπων μου.

Δεν απεργώ γιατί αρνούμαι να συμμετάσχω στο κάλεσμα. Ονειρεύομαι τη διάλυση των συνδικαλιστικών φορέων που κανείς δεν έχει εξυπηρετήσει το σύστημα καλύτερα από αυτούς και που στη δική μου κοσμοαντίληψη φέρουν τεράστιες ευθύνες για το σημείο που είμαστε.

Δεν απεργώ γιατί κουράστηκα από τις απεργίες του όχι και της άρνησης σε οποιαδήποτε αλλαγή μπορεί να αποβεί μοιραία για τα οφέλη του εκάστοτε εργασιακού μας μικρόκοσμου αλλά επωφελής για το σύνολο.

Δεν απεργώ γιατί επιτέλους θέλω να απεργήσω με αίτημα πρότασης και όχι με αίτημα άρνησης.

Δεν απεργώ γιατί βαρέθηκα να παραμυθιάζομαι πως θα με πάρουν σοβαρά με μια συλλογική απεργία όταν τις υπόλοιπες μέρες ζω στη ζούγκλα του ατομικισμού από τους ίδιους συναπεργούς συντρόφους..

Δεν απεργώ γιατί θα ήθελα το αίτημα προς την Κυβέρνηση να ήταν, αλλάξτε το κράτος και μην παίζετε το παιχνίδι των χαμένων κουκιών και του γλυψίματος και όχι το «κάτω τα χέρια απο τα κεκτημένο μας κράτος».

Δεν απεργώ γιατί οι εκλογές έγιναν πριν 3 μήνες και εμείς ο «ψαγμένος» λαός που ζει σε συνθήκες κρίσης εκλέξαμε την χειρότερη από πλευράς ατόμων καi προσωπικοτήτων Βουλή από καταβολής ίσως της ιστορίας μας.

Δεν απεργώ γιατί κουράστηκα να «απεργώ» κάθε μέρα πιστεύοντας στην ευθύνη που λέει ο Καστοριάδης ως: Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμαίικο, στον χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι, αναφερόμενος στην ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: «εγώ θα διορθώσω το ρωμαίικο;». Και επειδή κάθε μέρα βρίσκω απέναντι στις δικές μου απεργίες πολλούς από τους σημερινούς απεργούς , τους παραχωρώ τη μέρα. Εγώ θα συνεχίσω τις απεργίες μου από αύριο…

Και τώρα τι; Η επιλογή ανάμεσα σε δύο αντίθετους δρόμους με κοινό παρανομαστή

   Και τώρα τι; Οι εκλογές πέρασαν, η νέα κυβέρνηση «κατάφερε» να βρει το μετέωρο αλλά με σίγουρη πτώση βηματισμό της, και τα πάντα μοιάζουν σαν να μην μεσολάβησε τίποτα από τη στιγμή που μπήκαμε στην περίοδο Παπαδήμου. Σαν να μην έγιναν εκλογές, σαν να μην ακούσαμε για προγραμματικές συγκλίσεις, σημεία, αντιθέσεις, διλλήματα.  Αλήθεια πόσες φορές έχουμε ακούσει και θα ακούσουμε ακόμα πως «η εκταμίευση της επόμενης δόσης θα εξαρτηθεί από την αξιολόγηση της ομάδας εργασίας για την πρόοδο και επιτάχυνση των ενεργειών της κυβέρνησης»;  Πόσες φορές ακούσαμε και θα ακούσουμε ξανά για τα ισοδύναμα, την αναγκαιότητα της ανάπτυξης, το συμμάζεμα των κωδικών, την ανασύσταση του κράτους ,έννοιες και πράξεις τόσο σημαντικές αλλά ταυτόχρονα και τόσο κλισέ ;
   Το «χαρτί» της διάλυσης της Ευρωζώνης σε περίπτωση που η χρεοκοπία μας οδηγήσει έξω από το Ευρώ, μοιάζει πλέον με το περιβόητο περίστροφο του ΔΝΤ της εποχής Παπακωνσταντίνου.  Αντί να τρομάξουν οι εταίροι, μας είπαν lets go.. Πλέον και μετά από δύο χρόνια συνεχών παλινδρομήσεων, ευχολογίων αλλά και χορηγήσεων η Ευρώπη είναι πανέτοιμη όχι μόνο να αντέξει τη σχεδόν σίγουρη έξοδο μας με κάποιο ίσως οικονομικίστικο τρυκ από τον πυρήνα του Ευρώ, αλλά μάλλον και το επιδιώκει με τις μικρότερες πιθανές απώλειες. Κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα –και παρά τους συνηθισμένους μας πανηγυρισμούς- στην τελευταία σύνοδο. Όχι γιατί η Ισπανία και η Ιταλία κατάφεραν να περάσουν τις θέσεις τους για τη χρηματοδότηση των τραπεζών, κάτι που είναι αμφίβολο να συναινέσουν οι χώρες του βορρά για αυτό, αλλά γιατί «εισέπραξαν» το ότι η Νομισματική Ευρώπη τις θεωρεί κομμάτι τους. Κάτι που η χώρα μας έχει πλέον απολέσει σε όλα τα επίπεδα και πλέον τονίζετε από όλα τα διεθνή φόρα. Σήμερα η Citigroupσε έκθεση έδωσε και καταλυτική ημερομηνία την 1/1/2013
    Οι δρόμοι που έχουμε μπροστά μας να διαλέξουμε είναι δύο όπως πάντα ήταν κι ας προσθέταμε εμείς για λαϊκή κατανάλωση επαναδιαπραγματεύσεις, επιμηκύνσεις, αναχρηματοδοτήσεις και άλλες ασκήσεις επί χάρτου εντός των τειχών. 
   Ο ένας είναι η πλήρης προσαρμογή στο νεοφιλελεύθερο (και ο όρος είναι ατυχής) δόγμα που κυριαρχεί στην Ευρώπη. Αποδέχεσαι το ρόλο του δανειζομένου και ακολουθείς τα μοντέλα που έχουν επιβληθεί πασχίζοντας να καταφέρεις να ανταπεξέλθεις στις υποχρεώσεις σου. Κάτι που και οι «σύμμαχοι» του Νότου που ταυτιζόμαστε έχουν ήδη επιλέξει. Ακολουθώντας σε μια περίοδο που ο κοινωνικός ιστός έχει σχεδόν διαλυθεί τις επιταγές της κραταιής σήμερα αντίληψης της οικονομίας που έχει υποκαταστήσει πλήρως την πολιτική και θεωρεί το κοινωνικό κράτος ως μη συμβατό μιας και δεν αποφέρει κερδοφορία ή τη λεγόμενη «ανταποδοτικότητα».
   Ο δεύτερος είναι η μη αποδοχή του χρέους και η στάση πληρωμών και υποχρεώσεων απέναντι σε δανειστές αλλά και εταίρους – με αντίστοιχα προφανώς βιοποριστικά και κοινωνικά προβλήματα- που οδηγεί όχι μόνο έξω από τον Ευρωπαϊκό κύκλο αλλά και σε πλήρη όχι μόνο οικονομική αλλά και γεωστρατηγική απομόνωση σε ένα momentumπου τα πάντα γύρω μας στη μεσογειακή λεκάνη και ανατολή είναι σε κατάσταση μεγάλου αναβρασμού και ανακατατάξεων χωρίς να μπορεί κανείς να προσδιορίσει την εξέλιξη. Όπως αντίστοιχα δεν μπορούν να προβλεφτούν οι εξελίξεις στην ίδια την Ευρωζώνη όταν  βρισκόμαστε στο σημείο η Ιταλία, 7η στον κόσμο οικονομία αντιμετοπίζει τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα.
   Και οι δύο δρόμοι εκτός από δύσβατοι και μάλλον αδιέξοδοι, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα, πέρα από την μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου σε σημείο εξαθλίωσης για πολύ μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, έχουν ένα προαπαιτούμενο κοινό παρανομαστή. Την ανάγκη μεταρρυθμίσεων σε όλα τα επίπεδα της μέχρι τώρα κρατικιστικής και συντεχνιακής μας αντίληψης. Παιδεία, Εργασία, Υγεία, Διοίκηση, Παραγωγή, Ασφάλιση, Περιβάλλον, Μέριμνα, πρέπει όχι απλά να αλλάξουν και να εκσυγχρονιστούν αλλά και να διαφοροποιήσουν την ύπαρξη τους από γραφεία εργασίας και απορρόφησης ανέργων σε υπηρεσίες παροχών στον πολίτη με βάση το αντικείμενο τους.
 Την ανάγκη νομιμότητας, ισονομίας και κλεισίματος των νομικών παραθύρων που μας οδηγούν χρόνια και συντηρούν το κρατικό μας καρκίνωμα.
Την ανάπτυξη όχι μέσω ξεπουλήματος ή επίτευξης πλαστών οικονομικών στόχων αλλά μέσω της απελευθέρωσης της παραγωγικής διαδικασίας χωρίς γραφειοκρατικά και συντεχνιακά εμπόδια.
Την επιτακτική ανάγκη αποκέντρωσης όχι σε τύπους αλλά σε ουσία ώστε όχι μόνο η περιφέρεια να πάψει να αποτελεί τον πυρήνα φυγής  εσωτερικής μετανάστευσης αλλά να μπορεί να λειτουργεί αποκομμένη από τις δαιδαλώδεις διαδικασίες άμεσης εξάρτησης από το υδροκέφαλο Αθηναϊκό «κράτος». Η τεχνολογία σήμερα, ακόμα και αυτή που υπάρχει και στο τελευταίο σπίτι αλλά όχι στους φορείς του δημοσίου προσφέρει τη λύση εδώ και χρόνια. 
Κυρίως όμως την αποβολή της νοοτροπίας της μετάθεσης και της αναβλητικότητας.   Η Ελλάδα έχει όλα τα εχέγγυα να γίνει μια ανταγωνιστική οικονομία και να παράξει  πλούτο. Δεν της λείπει ούτε η τεχνογνωσία, ούτε η έλλειψη πόρων, ούτε η πηγές παραγωγής. Της λείπει το δυναμικό που θα αντισταθεί στην ευκολία του παρόντος και την ανευθυνότητα και θα δημιουργήσει με γνώμονα το εμείς και το αύριο.  Η κουλτούρα και η παιδεία του εργατικού δυναμικού που εκπορεύτηκε στον παρασιτισμό και την παρακμιακή  λογική του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα»
Είτε με τον ένα, είτε με το άλλο δρόμο, οι αλλαγές που θα πρέπει να συντελεστούν είναι οι ίδιες. Ο χρόνος όμως τρέχει και εμείς στρουθοκαμηλίζουμε στον ουτοπικό μας μικρόκοσμο. Στην Κυβέρνηση των τριών που προσπαθεί να ισορροπήσει σε τακτικά κομματικά παιχνίδια την ίδια στιγμή που εκ των πραγμάτων θα πάρει τα χειρότερα μέτρα που έχουν παρθεί έπο σύστασης του Ελληνικού κράτους, στην αξιωματική αντιπολίτευση που λαϊκίζει περισσότερο και απ την εποχή του αυριανισμού, στην ελάσσονα αντιπολίτευση που αποτελεί δείγμα της ποιότητας των επιλογών μας, και σε εμάς τους ίδιους που όχι μόνο δεν αντιλαμβανόμαστε το πού βρισκόμαστε αλλά οδηγούμαστε στην οικονομική σφαγή εφήμερων σχεδίων και προσωρινών λύσεων  χωρίς να συνειδητοποιούμε πως προέχει να αλλάξουμε νοοτροπία και να πάψουμε να πιστεύουμε στα θαύματα. 
   Σήμερα η Ευρώπη ξαναζεί το μεσαίωνα ίσως και με χειρότερους αναγωγικά όρους. Μόνο που αυτός ο Μεσαίωνας δεν θα κρατήσει όσο ο πρώτος. Οι εποχές τρέχουν, ο χρόνος δεν είναι στατικός και η Αναγέννηση που πάντα και όχι αναίμακτα ακολουθεί νομοτελειακά δεν θα αργήσει να έρθει. Ίσως θυσιαστεί μια γενιά, ίσως το τούνελ δεν έχει ακόμα φώς, αλλά πάντα ακολουθεί.  Το ζήτημα είναι για εμάς αν θα  χάσουμε για δεύτερη φορά στην ιστορική μας διαδρομή την Αναγέννηση. Η απώλεια της πρώτης φοράς ακόμα μας ακολουθεί…

Ζητείται ελπίς ή μήπως σοβαρότητα;

    Η διαφορά ανάμεσα στον ενήλικο από τον ανήλικο,

έγκειται κυρίως στο βαθμό υπευθυνότητας και αντίδρασης σε κρίσιμες καταστάσεις.  Ενώ ο ενήλικος πρέπει να πάρει μια απόφαση και να αντιδράσει με σοβαρότητα αναλαμβάνοντας την ευθύνη των πράξεων του, ο ανήλικος αφ ενός δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες και αφ ετέρου εφευρίσκει μια δικαιολογία –πολλές φορές υπερβολικά αφελή-  για την «αθώωση» του.  Το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι ενδεχομένως πως αντιδρά με την ανωριμότητα ενός ανήλικου στις κρίσιμες στιγμές για το παρόν και το μέλλον της. Μόνο που πλέον έχει ενηλικιωθεί…
   Σύμφωνοι, η χώρα μας σαν κρατική οντότητα έχει πολύ μικρή ιστορία σε σχέση με τους εταίρους της.  Θα μπορούσαμε να κάνουμε αναλύσεις επί αναλύσεων για το κάτω από ποιες συνθήκες διαμορφώθηκε το σημερινό κράτος, τις εσωτερικές αναταραχές, της επίδραση του ξένου παράγοντα κλπ. Μόνο που έτσι θα χαθούμε στη θεωρία.
   Από το 1974 και μετά η Ελλάδα μετράει τα πιο ελεύθερα χρόνια της ιστορίας της. Όχι με το ιδεατό επίπεδο δημοκρατίας  που θα θέλαμε, αλλά σίγουρα με την ευλογία του να αποφασίζει ο λαός με την ψήφο του για το ποιοι τον εκπροσωπούν. Το μορφωτικό επίπεδο ανέβηκε, η πρόσβαση στην ενημέρωση έπαψε να αποτελεί ταμπού για τους κρατούντες, η επαφή με ξένες κουλτούρες έγινε προνόμιο όλων.  Οι ορίζοντες άνοιξαν και το μόνο που απέμενε ήταν να απλώσουμε το χέρι και να αδράξουμε την ευκαιρία. Να ενηλικιωθούμε. Μόνο που αντί για ενηλικίωση, προτιμήσαμε τον παλιμπαιδισμό μας.  Την ανευθυνότητα απέναντι στην ευθύνη, το σήμερα χωρίς τη σκέψη του αύριο, τη δικαιολογία για την αδράνεια και την υστέρηση. Ξενοφοβία, στερεότυπα, κουτοπονηριά και βόλεμα σε ένα τραγικό μείγμα δικαιολόγησης της στάσης μας. Το σύνδρομο ότι αποτελούμε τον ομφαλό της γης σαν το παιδί που πρέπει να είναι πάντα στην προσοχή όλων και που πρέπει να του κάνουν το χατίρι ποτέ δεν μας εγκατέλειψε.  
   Με αυτά και πολλά άλλα αντίστοιχα χαρακτηριστικά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τους εαυτούς μας στη δίνη μιας παγκόσμιας κρίσης που μας έφερε στο μάτι του κυκλώνα ως αδύναμο κρίκο. Για το πώς και το γιατί έχουν γίνει χιλιάδες αναλύσεις. Το ζήτημα είναι πως βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο, σε ένα σταυροδρόμι που το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να δείξουμε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία μας σοβαρότητα και μάλιστα επιτακτικά. Ως πολίτες, ως άτομα ξεχωριστά και κυρίως ως ψηφοφόροι. Το παραμύθι των κακών πολιτικών και του αθώου λαού τελείωσε. Στις εκλογές επιλέξαμε για άλλη μια φορά να μας εκπροσωπήσουν πρόσωπα που είτε έχουν αποδείξει έμπρακτα την ανικανότητα τους στον πολιτικό στίβο, είτε εκφράζουν το άκρατο λαϊκισμό της κοινωνίας μας.  Δευτεροκλασάτοι ηθοποιοί, πρώην ποδοσφαιριστές και μοντέλα, πολιτικάντηδες που αλλάζουν ιδεολογία και απόψεις ανάλογα με την καιροσκοπική επικαιρότητα.
Ψηφίσαμε Χρυσή Αυγή ως αντίδραση αλλά και γιατί δεν μας χαλάει η στάση τους στο μεταναστευτικό. Ο ρατσισμός πάντα υπήρχε στο γονίδιο μας. Ψηφίσαμε Ανεξάρτητους Έλληνες γιατί μας βόλευε πάντα το αντί και η μετατόπιση ευθυνών. Ψηφίσαμε Σύριζα γιατί πιστεύουμε στα θαύματα. Θεωρούμε πως «στείλαμε» μήνυμα σε αυτούς που εκλέξαμε και πως αυτό ελήφθει.. Το μόνο όμως που ελήφθει είναι πως δεν πρέπει να ανησυχούν για τους «αιώνιους έφηβους».  Έτσι, αντί να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ βασικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της κατάστασης, από την επαύριο των εκλογών ξεκίνησαν την προεκλογική ετοιμασία για τις επόμενες.  Ο μεγάλος στόχος δεν είναι οι λύσεις αλλά το μπόνους των +50 και με ποιο τρόπο θα αξιοποιηθεί. Ψεύτικα διλήμματα, ψεύτικη σοβαρότητα, ψεύτικος αντιευρωπαισμός ή φιλοευρωπαϊκός, λαϊκισμός. Εικονική πόλωση με σκοπό μια μικρή αύξηση στα ποσοστά που θα μπορεί να φέρει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις.
   Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν να πείθει ο Σαμαράς πως αποτελεί την υπεύθυνη λύση; Πώς γίνεται οι ένοχοι να πείθουν πως είναι σωτήρες; Πώς μπορεί να πείθει ο Τσίπρας πως μπορεί να αλλάξει το οικονομικό τοπίο (ή μήπως να μην αλλάξει τίποτα) «αναίμακτα» για τους πολλούς;  Πώς γίνεται να πείθει πως θα συγκρουστεί στο ευρωπαϊκό πεδίο και θα βγει νικητής με τους δανειστές όταν η θέση της χώρας είναι τόσο ανίσχυρη;  Πώς γίνεται να παίζουν όλοι στις πλάτες μας μια τόσο κακή θεατρική παράσταση αν δεν ξέρουν πως απευθύνονται σε «πολιτικά ανήλικους»;  Πώς γίνεται σε μια τόσο κρίσιμη καμπή να μην δίνονται απαντήσεις πάνω στα πραγματικά δεδομένα διάλυσης κράτους, οικονομίας, και κοινωνικού ιστού;  Πώς γίνεται να μην απαντάμε πάνω στην αλήθεια των προβλημάτων που δεν έχουν ιδεολογική οπτική γιατί είναι άμεσα;  Πώς γίνεται τελικά και εμείς οι από κάτω να ζητάμε να αγοράσουμε ελπίδα αντί να ζητήσουμε σοβαρότητα; Πάνω από όλα από τους εαυτούς μας.

Εκλογικά αποτελέσματα. Λυπάμαι, ντρέπομαι, φοβάμαι…

   Σήμερα ξύπνησα  με ένα μούδιασμα και ένα φόβο. Το εκλογικό αποτέλεσμα με τον καταποντισμό των δύο πρώην  «μεγάλων» κομμάτων και  την έξοδο του Λαός και της Ντόρας από τη νέα βουλή , που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα ήταν απλά το ζητούμενο αλλά τόσο ελπιδοφόρο που θα φάνταζε ουτοπικό,  με τον  τρόπο και το σκεπτικό που έγινε και  με αυτό που ανέδειξε με κάνει φοβισμένο.  Όχι για την είσοδο και το ποσοστό της Χρυσής Αυγής.  Κυρίως  για τον τρόπο που αναδείχτηκαν σύμφωνα πάντα με την υποκειμενική μου κρίση οι  νικητές των εκλογών που αδιαμφισβήτητα είναι ο Συριζα, ο Καμμένος και η ΧΑ.  Για το σκεπτικό επιλογής τους.
   Η οργή, ο θυμός, και η αγανάκτηση  εκφράστηκε στις κάλπες.  Οργή όμως που αφορά την τιμωρία των ενόχων για την κατάσταση μιας χώρας που η παιδεία, η υγεία, το κοινωνικό κράτος και η γραφειοκρατία είναι σε τριτοκοσμικά πλαίσιαή μήπως τιμωρία γιατί δεν μπορείτε να μας κάνετε πλέον τα χατίρια όπως μας εκπαιδεύσατε τόσα χρόνια; Αγανάκτηση για την αποκοπή από την κοινωνία και τη συντεχνιακή κάλυψη σκανδάλων ή αγανάκτηση γιατί μας αφαιρέσατε τα οικονομικά  ή συντεχνιακά μας προνόμια (νόμιμα και παράνομα) που μας μάθατε ότι δεν αγγίζονται;  Θυμός γιατί μας εγκλωβίσατε σε μια κατάσταση με το μέλλον μας υποθηκευμένο λόγω του υπέρογκου ακόμα και για πολύ πιο ισχυρές οικονομίες χρέος  ή θυμός γιατί δεν προλάβατε να σώσετε την παρτίδα όπως κάνατε τόσα χρόνια με προϋπολογισμούς που ποτέ δεν τηρούνταν κι ας ήταν δημοσιευμένοι κάθε χρόνο αλλά ποτέ δεν μας απασχόλησε το ότι ήταν εκθέσεις ιδεών που τα κενά τους καλύπτονταν με δανεικά ; 
Οι δύο μεγάλοι νικητές, Σύριζα και Ανεξάρτητοι Έλληνες προέταξαν το αντιμνημονιακό χάιδεμα στα αυτιά μας.  Πύρινοι συναισθηματικοί λόγοι εποχής Ανδρέα Παπανδρέου που ενθουσιάζουν την αρένα, λύσεις απλοποίησης των πάντων, κατηγορώ στους ξένους και τους ανεπαίσχυντους δοσίλογους. Οξύμωρα της άρνησης των συμβάσεων διατηρώντας την ευρωπαϊκή προοπτική… Μεγαλοϊδεατισμός για την Ευρώπη που παρακολουθεί φοβισμένη και με κομμένη την ανάσα για τις εξελίξεις στη χρεοκοπημένη χώρα του απειροελάχιστου ευρωπαϊκού ΑΕΠ που θα σηκώσει το λάβαρο της ευρωπαϊκής αλλαγής και επανάστασης.   
   Η μούντζα στη βουλή ως πολιτική πράξη, οι προπηλακισμοί των εκλεγμένων υπευθύνων, οι απειλές για κρεμάλες, Γουδί και ελικόπτερα, η απομόνωση, το γιαούρτωμα, η αυτοαθώοση μέσω του όχλου της αγανακτισμένης αρένας, μετουσιώθηκαν σε ψήφους προς αυτούς που τη χάιδεψαν και έδωσαν άμεσα ή έμμεσα ελπίδες επιστροφής στο ένδοξο παρελθόν. Οι προηγούμενες πολιτικές διαδρομές ξεχάστηκαν  στην κολυμβήθρα του αντιμνημονιακού λόγου.  «Νέα» πρόσωπα που θα μας φέρουν ελπίδα προηγούνται και εκλέγονται με σταυρό προτίμησης. Γιάννης Δημαράς, Πάνος Καμμένος, Παν.Μελάς, Αλέξης Μητρόπουλος, Βασ.Καπερνάρος, Γιάννης Μανώλης. Παύλος Χαϊκάλης, Π.Κοντογιαννίδης και αρκετοί όμοιοι τους σε πολιτική ή τηλεοπτική διαδρομή.  
   Ο τρίτος νικητής, η νεοναζιστική ομάδα των ηθών της θέσφατης γνώσης και του απόλυτου δίκιου θα κοσμεί τα βουλευτικά έδρανα ενισχύοντας τη δημοκρατία που ήδη είχαμε σε υψηλό επίπεδο. Το ποσοστό της πανελλαδικό και πολύ ψηλό που αναιρεί τις αιτιολογήσεις περί της ανόδου λόγω του γκετοποιημένου κέντρου της Αθήνας και της «εισαγόμενης» εγκληματικότητας και πιστοποιεί πως ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού απολύτως συνειδητά διακατέχεται από ρατσιστικές και φασιστικά «φιλοπάτριδες» απόψεις και στάσεις.
Λυπάμαι που δεν μπορώ να ταυτιστώ με τη χαρά στο δικομματικό χαστούκι. Λυπάμαι που ο τρόπος ψήφου των συμπατριωτών μου με κάνει να φοβάμαι.  Λυπάμαι που τα όνειρα μου για τη χώρα μου να γίνει κάποτε ένα ευρωπαϊκό κράτος  φαίνεται πως δεν συνάδει με τα όνειρα των συμπολιτών μου που ζητούν ευρωπαϊκά προνόμια με ανατολίτικη υποκουλτούρα. Λυπάμαι που ανήκω μάλλον στην «ελιτίστικη» (και ας κατηγορθώ για έπαρση) μειοψηφία που δεν αποφασίζει με το θυμικό του παιδιού που του πήραν το παιχνίδι. Ντρέπομαι που βλέπω εκλεγμένους νεοναζί στη χώρα που κάηκαν τα Καλάβρυτα και που οι παππούδες μου πολέμησαν και έζησαν τις θηριωδίες τους. Ντρέπομαι που η χώρα μου έχει δύο ισχυρά ακραία  κόμματα που οραματίζονται τον ολοκληρωτισμό ο καθένας στους πόλους τους. Μα κυρίως πλέον φοβάμαι…

Προεκλογική περίοδος. «Μεγάλα» και «Μικρά» κόμματα. Οταν η επένδυση στη σοβαροφάνεια, την περιχαράκωση σε ψευτοδιλλήματα, και τον λαικισμό υποκαταστούν την απουσία προγραμματος..

   Πλέον σε προεκλογική περίοδο. Επίσημα, γιατί ανεπίσημα κρατά από το  προηγούμενο καλοκαίρι όταν ο Παπανδρέου έχοντας πλήρη αδυναμία να κυβερνήσει μόνος αναζητούσε τη συνεργασία του «αντιμνημονιακού» Σαμαρά χωρίς αποτέλεσμα τότε αλλά με την κατάληξη της συμφωνίας Παπαδήμου ελάχιστα αργότερα. Η ιστορία είναι γνωστή και μετά από όλες τις παλινδρομήσεις, διασπάσεις, ανεξαρτητοποιήσεις, μεταγραφές, επιστροφές, προσχωρήσεις, φτάσαμε πλέον και στην επίσημη εκλογική «μάχη» που δεν θα σημάνει το προεκλογικό τέλος όμως μιας και από την επόμενη μέρα των εκλογών το κλίμα και κυρίως οι τακτικές θα παραμείνουν.
   Ήδη οι επερχόμενες εκλογές έχουν αποκτήσει εδώ και καιρό τις στομφώδεις ονομασίες τους. Οι «κρισιμότερες» στην ιστορία του τόπου, οι «οριακές» για το μέλλον μας, και πάει λέγοντας πάντα με την αρέσκεια στην υπερβολή που μας χαρακτηρίζει σα λαό. Η κρισιμότητα είναι δεδομένη όπως κρίσιμο θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα κάθε εκλογικής διαδικασίας, κάθε νέας εντολής διακυβέρνησης.
  Η σημερινή κατάσταση κάνει τα πράγματα πολύ πιο κρίσιμα θεωρητικά, κάτι όμως που δεν αποτυπώνεται εκτός από τον τίτλο πουθενά στην προεκλογική στρατηγική των κομμάτων.  Η σοβαροφάνεια και η περιχαράκωση σε διλλήματα που πρακτικά δεν ισχύουν και αποτελούν τα στερεότυπα της πολιτικής μας αμάθειας πχ. «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί», «συντηρητικοί – προοδευτικοί» κλπ. -ακόμα και το δεξια-αριστερα σήμερα με την αντιμνημονιακή ταύτιση και τον εθνικιστικό τόνο των νεοπαγών και παραδοσιακών κομματων- δεν μπορούν σε τίποτα να υποκαταστήσουν την απουσία προγράμματος ή έστω κάποιων σταθερών που δεν βασίζονται σε ευχολόγια. Η επαναδιαπραγμάτευση, τα ισοδύναμα, η ρευστότητα, το επαχθέστατο του χρέους, εκτός από την πάντα εκλογικά «κερδοφόρα» επένδυση στο λαϊκισμό είναι και μια πάρα πολύ καλή τακτική για να χαϊδέψει αυτιά και να μοιράσει φρούδες ελπίδες .  Όχι γιατί δεν μπορούν να αποτελέσουν προτάσεις εναλλακτικής πολιτικής διαχείρισης αλλά γιατί για να είναι εφαρμόσιμες χρειάζονται πρώτα ριζικές αλλαγές και καθαρές λύσεις και προτάσεις σε θέματα άμεσης προτεραιότητας. Λύσεις σε προβλήματα υπαρκτά όπως η αναδιάταξη του υπέρογκου σε έξοδα αλλά και υπέρμετρη ατιμωρησία δημοσίου τομέα, του ασφαλιστικού μετά το κούρεμα των ομολόγων των ταμείων, του γκρεμίσματος των συντεχνιακών «κεκτημένων», την ισονομία δικαιωμάτων ανάμεσα σε εργαζόμενους του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, την αναδιάταξη του κλάδου της δικαιοσύνης, τόσων άλλων θεμάτων που καταλήγουν στην αναμόρφωση από το μηδέν του κρατικού και κρατικοδίαιτου μορφώματος, και σε οικονομικό επίπεδο μιας και αυτό είναι το πρωτεύον για την χαραξη οποιασδήποτε πολιτικης, έξοδα λιγότερα των εσόδων. 
  Για να συμβούν όλα αυτά όμως υπάρχουν οι έννοιες ταμπού για την ελληνική κοινωνία: απολύσεις και μετατάξεις δημοσίου τομέα, αξιολόγηση, μισθοδοσία αναλογη της παραγωγικότητας και όχι των «γνωριμιών» ή των συνδικαλιστικών κεκτημένων, φορολογική ισονομία και απλοποίηση του κώδικα, κατάργηση κλειστών συντεχνιών, «εξαναγκασμός» σε παραγωγικότητα και τιμωρία του παρασιτισμού οχι με ΕΔΕ ή απολύσεις, κυρίως όμως τα αυτονόητα που εδώ και χρόνια όχι μόνο απαξιώνουμε αλλα και λοιδορούμε, ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ και ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ. Όχι με τη λογική εναρμονισμού στο εκάστοτε μνημόνιο, αλλά στο μνημόνιο αρχών που θα έπρέπε να μας διέπει και να «υπογράψουμε» με εμάς τους ίδιους για να έχουμε μέλλον. Με βάσεις και κριτήρια, με στόχευση σε αποτελέσματα, με συγκρούσεις με το κατεστημένο όσων ζούσαν τόσα χρόνια παρασιτικά εις βάρος των υπολοίπων και είναι έτοιμοι να αγωνιστούν μέχρι τελευταίας ρανίδας στο να μην αλλάξει κάτι.
   Κι αν τα δύο «μεγάλα» κόμματα, κυρίαρχα στο παιχνίδι του χαϊδέματος του πελατολογίου που έφτιαξαν όλα αυτά τα χρόνια, είναι αδύνατο να πούν και να προασπίσουν αλήθειες για να πράξουν διαφορετικά γιατί θα αυτοκαταργούνταν αμεσα μιας και θα έχαναν τους λόγους συσπείρωσης των μελών τους, τα «μικρότερα» κόμματα αντί να λαϊκίζουν προσφέροντας ελπίδα –με εξαίρεση ίσως στην παρούσα περίοδο τη Δραση και τους Οικολόγους- θα έπρεπε να είναι εκείνα που θα αρθρώσουν ένα λόγο και ένα πρόγραμμα καθαρό και σαφές, δύσκολο και γεμάτο συγκρούσεις, που να εγγυάται πως οι περεταίρω θυσίες που θα έρθουν και δεν μπορούμε να αποφύγουμε στην κατάσταση που βρισκόμαστε θα γίνουν με γνώμονα την αναλογική κατανομή τους και το γκρέμισμα και όχι τη συντήρηση του αμαρτωλού μας παρελθόντος. Διαφορετικά, η ψήφος στα μικρά κόμματα που αντί για πολιτική πράξη και θέση στη χώρα μας ακόμα και σε τέτοια περίοδο γίνεται χωρίς σκέψη και ως μόδα.. το μόνο που θα προσθέσει είναι ένα Καμμένο και μια Χρυσή Αυγή στο μονόδρομο για το σκοταδι..

Κρίση: O «αγανακτισμένος» λαϊκισμός της νεοελληνικής αρένας. Από την «αγανακτισμένη» μούντζα ως πολιτική στάση στα γιαούρτια της «αγανάκτησης». Και έπεται συνέχεια..

  Αγανάκτηση!! Οργή!! Κρεμάλες!! Γουδί (με γνώση ή άγνοια του “’όρου”.. )  Ελικόπτερα!!  Μαζί με τους οικονομικούς όρους που μπήκαν στη ζωή μας, προστέθηκαν και «νέες» λέξεις.  Με μεταφορικό νόημα, αλληγορία, αλλά με ένα κοινό παρανομαστή. Τον άκρατο λαϊκισμό και την ανάδειξη ηθών που κρύβαμε κάτω από το χαλί.  Από τον επιτηδευμένο καθωσπρεπισμό της επίπλαστης ευμάρειας και της επίδειξης νεοπλουτισμού, στην  πολιτική της αρένας. Ίδιοι άνθρωποι, ίδια «κρυμμένα» ήθη, άλλες συμπεριφορές.  Ο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε..» έγινε αγωνιστής φωνάζοντας «κουφάλες έρχονται κρεμάλες» ανακαλύπτοντας με κατάθλιψη την πραγματική του θέση στην ταξική πυραμίδα που χρόνια προσπαθούσε να ξορκίσει στο καταναλωτικό όνειρο τις περασμένης εικοσαετίας. Η λογική, ίσως το πιο αυτονόητο εργαλείο σκέψης  και κυρίως ΠΡΑΞΗΣ όχι μόνο έχει πάψει να υφίσταται αλλά μεταμορφώθηκε σε κραυγή και συνονθύλευμα ανισορροπίας. Ίσως γιατί ποτέ δεν μάθαμε στη σύνθεση και πως αυτή γίνεται ως αποτέλεσμα λογικής ακολουθίας.
   Σήμερα,  Αριστεροί υιοθετούν τον Πάνο Καμμένο που αποτελεί τον «κόκκινο Ντάνι» της μεταμνημονιακής γενιάς..  Ο Μανώλης Γλέζος γίνεται το έμβλημα ενάντια στην κρατική καταστολή από Δεξιούς, ο Καζάκης και ο Βαρουφάκης οι μέντορες της φυλής υπερκομματικά, φωστήρες που έχουν την εύκολη λύση παρελαύνουν και αποθεώνονται.. Ο λαός ζητάει ενόχους. Το γιαούρτωμα  στο Νταλάρα αποτελεί αντιμνημονιακή και πολιτική στάση με μειδίασμα και χαμόγελο από την κοινή γνώμη που δεν μπορεί να συγχωρήσει τον πλούτο που η ίδια έδωσε.  Kαι ανεξαρτήτως του τι είναι σαν χαρακτήρας, ποιες είναι οι θέσεις και η στάση του ή όχι – η προσωπική μου άποψη μου για τον ίδιο δεν είναι και αυτό που λέμε η καλύτερη- αλλά τα απέκτησε δουλεύοντας και από εμάς που τιγκάραμε όπου πήγαινε και τραγουδούσε.  Στην κοινή γνώμη όμως η μαγκιά είναι το γιαούρτωμα του όχλου και όχι του ενός που συνέχισε αγνοώντας την αρένα.. Νέα ήθη με αποκαθήλωση των νεοελληνικών  ειδώλων σαν τον ξιπασμένο Κωστόπουλο που ναι ότι και να ακούγεται ή και να του έχει προσάψει κανείς έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Μόνο που η μαγκιά είναι να χτυπάς τον άλλο όταν είναι δυνατός και όχι όταν χαιρέκακα τον βλέπεις στο πάτωμα. Ειδικά όταν για χρόνια προσπαθούσες να λειτουργήσεις σαν «μικρός Κωστόπουλος» στο μέτρο των δυνάμεων σου.
   Ξεκινώντας από το κίνημα των αγανακτισμένων ραντεβού των 8 και των κυριακάτικων απογευμάτων του νεοελληνικού  Μάη του 68, η μούντζα προς τη βουλή έγινε πολιτική θέση. Τα mediaήταν πρόθυμα να αγκαλιάσουν τα νέα ήθη.  Η παραγωγή πολιτισμού δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Η πελατεία πήγε στην « πλατεία»,  αγανάκτησε και ζητάει χάιδεμα. «τι να κάνει ο κόσμος, αντιδρά, είναι υγεία. Σηκώθηκε επιτέλους από τον καναπέ. Θυμήθηκε το αγωνιστικό του παρελθόν»  Το πολυτεχνείο, την υποδοχή του Καραμανλή από την αγωνιστική «αυτοεξορία», τον Αντρέα με τους συντρόφους της αλλαγής. Μέχρι και για το Ευρωμπάσκετ του 87  και την ομόνοια του Ελληνικού λαού ακούσαμε… Οι προπηλακισμοί και η βία απέναντι στους γνωστούς μας βουλευτές που κρύβονταν από τα γραφεία τους που είχαμε περάσει για το ρουσφέτι μας, έγινε κάτι αναμενόμενο. Τι κι αν τους είχαμε ψηφίσει δυόμιση χρόνια πριν παρ, ότι ξέραμε ότι κάτι «μύριζε». Μας έταξαν λεφτά. Και στο νήπιο ότι τάξεις πρέπει να το πάρει. Εξάλλου και οι ίδιοι στην πλειοψηφία τους μας μίλαγαν για τη δικαιολογημένη μας αγανάκτηση.  Για το λαό που κάνει θυσίες και κάποιοι άγνωστοι τον έφεραν ως εδώ. Για το πελατειακό κράτος που  πρέπει να αλλάξει. Κι ας ήμασταν όλοι μέτοχοι και πελάτες αυτού του κράτους στο βαθμό που ο καθένας μπορούσε. Και αυτοί χαϊδεύοντας.  
   Μέσα σε ένα χρόνο η βία, λεκτική ή σωματική, ωμή πάντως σε όλες τις περιπτώσεις, έγινε το αποδεκτό συνώνυμο της αντίστασης.  Δεν ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε αλλά ξέρουμε ότι όλοι είναι κλέφτες. Δεν θέλουμε το μνημόνιο αλλά ούτε και τη χρεοκοπία. Θέλουμε να καεί το μπουρδέλο η Βουλή με όλους μέσα όσους ψηφίσαμε, μας βόλεψαν, μας έκαναν χατίρια ανομίας –γιατί και ο διορισμός μας χωρίς αξιολογικά κριτήρια ανομία είναι-  αλλά να καεί στο όνομα της Δημοκρατίας…  Τα αιτήματα μας είναι ολοκληρωτικά και με τη λογική χουλιγκανισμού που χρόνια θρέψαμε.  Δεν ζητάνε λύσεις, δεν ζητούν κάτι συγκεκριμένο. Θέλουμε μαγικά να ξυπνήσουμε στο χτες. Πληρώσαμε τα μέτρα, το χαράτσι και όλες της συνέπειες της αποτυχημένης πολιτικής δύο χρόνων που δεν ήθελε να μας αγγίξει ως πελάτες και πλέον απαιτούμε τη δικαίωση. Ηαυτοκριτική μας τελείωσε στο γκισέ της ΔΕΗ και δεν αφορούσε την προσωπική διαδρομή μας.  Για τα πάντα φταίνε οι άλλοι. Όπως και πριν που δεν είχαμε τα σημερινά προβλήματα αλλά και με κανένα γείτονα μας καλές σχέσεις. 
   Όχι δεν είμαι αιρετικός. Ούτε μου αρέσει το Politically correct. Ασφαλώς και η αγανάκτηση είναι υπαρκτή, και το σύστημα σάπιο. Ασφαλώς και οι ένοχοι πρέπει να πληρώσουν. Και ασφαλώς  υπάρχουν πλέον πάρα μα πάρα πολλοί συνάνθρωποι μας, άνεργοι, φτωχοί χωρίς καν τα βασικά αγαθά διαβίωσης, παιδιά που λιποθυμούν από την πείνα σε ένα ανύπαρκτο κράτος δικαίου. Θύματα του βολέματος των υπολοίπων μας  που νομιμοποιούνται να αντιδράσουν όπως και αν η απόγνωση τους μεταμορφώσει την οργή. Μόνο που δεν είναι αυτοί που έχουν υιοθετήσει τα νέα ήθη μας. Παραμένουν αθέατοι όπως παρέμεναν και όλα αυτά τα χρόνια σε μια κοινωνία που στρουθοκαμήλιζε πως δεν υπήρχαν και σήμερα έσπευσε να ξαναχρησιμοποιήσει τη φρίκη τους ως επιχείρημα για τα απολεσθέντα της. Και αντί να κοιτάξει στον καθρέφτη να δει το χάλι της, κοιτάει παλιές φωτογραφίες και αναπολεί.. Έτοιμη να εκμεταλλευτεί τη μυστικότητα της ψήφου για να μπορέσει μεθαύριο να προπηλακίσει τους νέους κλέφτες που θα έχει αναδείξει μήπως την ξαναβολέψουν στη χώρα των θαυμάτων της. Μόνο που αυτή η χώρα βρίσκεται ήδη στην εντατική και με ορό και εμείς κοιτάμε το χρώμα του δωματίου ..

"Εκτός Θέματος.."

 Το τελευταίο διήμερο και μετά τη συμφωνία της Κυριακής, διαβάζοντας άρθρα επί άρθρων στα εγχώρια και τα διεθνή μέσα μου ήρθε στο μυαλό η γνωστή φράση από τα διαγωνίσματα στο δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο, «ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ».. Η φράση δεν αφορά τα ξένα μέσα μιας και εμφανίζονται αρραγή κατά κανόνα στις διαπιστώσεις τους, αλλά  τις αναλύσεις, τα σχόλια, ακόμα και τις πολιτικές θέσεις  στη χώρα μας που εκτός από την υπερβολή, το λαϊκισμό και την περιχαράκωση στα καθ ημάς, απαντούν  σε επιμέρους προεκτάσεις και όχι στο λόγο ύπαρξης και την αιτία αυτής της σύμβασης που είναι σαφής και έχει μια και μόνο στόχευση. Την εξυπηρέτηση του ΥΠΑΡΚΤΟΥελληνικού χρέους που με τα σημερινά δεδομένα και κάτω από την χρονική πίεση ομολόγων που λήγουν το Ελληνικό κράτος όντας έξω από τις αγορές δεν ήταν δυνατόν να αποπληρώσει.
   Χρέος που αποτελεί υποχρέωση του Ελληνικού κράτους απέναντι στους πιστωτές του και που αφαιρεί ένα μεγάλο κομμάτι των κρατικών εσόδων, που ξεκινά να προϋπολογίζει τις δαπάνες του αφαιρώντας το, ανεξαρτήτως εάν είναι απεχθές, προϊόν κακοδιαχείρισης, εξωτερικής κερδοσκοπίας ή οποιασδήποτε αιτίασης. Τα μέτρα που συνοδεύουν τη σύμβαση κινούνται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο. Όχι στο επιμέρους και εσωτερικό κομμάτι της  διαχείρισης των εσόδων για κοινωνικούς ή αναπτυξιακούς άξονες, αλλά στην εξασφάλιση των πιστωτών για την αποπλήρωση του νέου εκτός αγορών δανείου.  
   Η διάρθρωση της χώρας στην παραγωγή πλούτου και η κουλτούρα που αναπτύχθηκε από το κράτος και οδήγησε στο σημερινό μόρφωμα δεν αποτελούν για τους πιστωτές παρά ένα μέσο πίεσης ή ακόμα και εκβιασμών για την εξασφάλιση τους και είναι ενταγμένο μέσα στους σκληρούς όρους του λεγόμενου «παιχνιδιού των αγορών» που γνώμονα δεν έχει την  ηθική ή δίκαιη απόδοση ελαφρυντικών, αλλά την κεφαλαιακή εξασφάλιση,  το κέρδος, ή στη χειρότερη για αυτούς κατάληξη, στην ελαχιστοποίηση του ρίσκου των απωλειών. Αυτός είναι και ο λόγος που η κατεύθυνση των χρημάτων του πακέτου των 130δις πηγαίνει στην ανανέωση ομολόγων, τους πιστωτές και τις εκτεθειμένες ελληνικές τράπεζες. Αυτός είναι και ο λόγως των επαχθών μέτρων που προαπαιτεί.
   Κάτω από αυτό το πρίσμα, και με δεδομένη τη δεινή θέση της χώρας στο πανευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, το μνημόνιο ΙΙ όντως έδωσε μια ανάσα στην ελληνική οικονομία. Της έδωσε χρόνο και καλύτερους όρους σε σχέση με την πρότερη κατάσταση. Χρόνο για να προχωρήσει άμεσα σε αλλαγές διαχείρισης των εσόδων και δαπανών της, και καλύτερους όρους επιτοκίων αποπληρωμής των υποχρεώσεων, που αποτελούν το μη υπολογίσιμο τμήμα των εσόδων μιας και δεν παραμένουν στη  διαχειριστική ικανότητα της εκάστοτε κυβέρνησης αφού δεν έχει πλέον το πλεονέκτημα κάλυψης τους με νέο δανεισμό.
   Ο ξένος τύπος αλλά κυρίως οι αναλυτές ξένων τραπεζών εστίασαν στο κομμάτι του χρόνου κρίνοντας πως με την παρούσα συμφωνία σε άμεση συνάρτηση της  υφεσιακής κατάστασης της χώρας, το κέρδος είναι βραχυπρόθεσμο και ο ορίζοντας όχι μόνο δεν φτάνει μέχρι το 2020 που είναι και η χρονολογία σταθμός θεωρητικά της επίτευξης στόχων, αλλά η ανάσα που παίρνει η Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένη χρονικά, μιλώντας ακόμα και για χρεοκοπία μέσα στην επόμενη διετία ενώ δεν έλειψαν και ακόμα πολύ πιο βραχυπρόθεσμες προβλέψεις.  
   Στη χώρα μας όμως η ανάγνωση έγινε διαφορετικά και κάτω από το πρίσμα του νέου διπολισμού ανάμεσα σε Μνημονιακούς και Αντι-μνημονιακούς. Θρίαμβος και ανακούφιση από τη μια, και καταστροφή από την άλλη. Και στις δύο περιπτώσεις όμως κάτω όχι από τα  πραγματικά δεδομένα για το που στοχεύει και τι εξασφαλίζει ή όχι το νέο μνημόνιο, ούτε από το ότι το ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν είναι της αλληλεγγύης των λαών και της συνεργασίας όπως ο οραματισμός της ενιαίας δημιουργίας του, αλλά από στο πώς θα θέλαμε να είναι. 
Όχι στο ότι ανεξαρτήτως μνημονίου ή χρεοκοπίας είναι επιτακτική η ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης ολόκληρου του οικονομικού περιβάλλοντος της χώρας που πρέπει άμεσα να αναθεωρήσει την έννοια του κράτους πελάτη και παραγωγής πλούτου ημετέρων και να περάσει στο στάδιο παραγωγής πλούτου αυτάρκειας και περιορισμού της αλόγιστης σπατάλης αρχικά, και κέρδους -δηλαδή πλεονασμάτων- στη συνέχεια με γνώμονα την κοινωνική ισότητα στην κατανομή βαρών και την ενίσχυση αδυνάτων κοινωνικών ομάδων, ειδικά στις μέρες που ζούμε.  
   Η μία πλευρά όμως πανηγυρίζει για την ανάσα, την «σωτηρία» και την αλληλεγγύη που έδειξαν οι εταίροι και επενδύουν στην πολιτική τους διατήρηση μέσα από φρούδες ελπίδες ανάπτυξης -με μικρές ή έστω και μεγάλες παραλλαγές λόγω μνημονίου- με όρους του πάλε ποτέ κραταιού συστήματος και χωρίς προαπαιτούμενο την άμεση εκμετάλλευση του χρόνου που σχεδόν δεν υπάρχει. 
   Η άλλη πλευρά στρουθοκαμηλίζει ανάμεσα σε νέα σχέδια Marshall και εξετάζοντας τους όρους  του μνημονίου κάτω από το πρίσμα της γερμανικής μπότας και τη οικονομικής κατοχής χωρίς να θέτει το ερώτημα στον εαυτό της πως θα φύγουμε από αυτή την κατάσταση. Χωρίς στοχευόμενο πρόγραμμα για το ποιες είναι οι άμεσες επιταγές της κρατικής διαχείρισης ανεξαρτήτως της ξένης επιβολής ακόμα και αν επιλέγαμε να διαγράψουμε μόνοι μας το χρέος με στάση πληρωμών, και χωρίς απαντήσεις για την αμεσότητα της πραγματικότητας που κοινωνικά είναι ζοφερή
Και οι μεν, και οι δε στον κανόνα, ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ…   

Κι όμως χρειαζόμαστε ένα μνημόνιο…

  Πριν προχωρήσω στη σκέψη μου και όσο οξύμωρο και αν ακούγεται σε σχέση με τον τίτλο, δεν εννοώ το παρόν μνημόνιο. Όχι μόνο γιατί με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα αλλά κυρίως δομικά χαρακτηριστικά  της χώρας το μόνο που προσφέρει –αν τελικά δεν αναθεωρηθεί για τέταρτη φορά μετά το καλοκαίρι- είναι χρόνος πριν τον οικονομικό θάνατο, αλλά και γιατί δεν αποτελεί θεσμικό προϊόν μιας ΕΕ σε στέρεα ενιαία βάση αλλά επιταγές μιας γερμανικής κυρίως πολιτικής, που όμως ούτε και η ίδια είναι σαφής ούτε το μέλλον της φαίνεται να στοχεύει σε ένα σταθερό άξονα.
  Ένα από τα επιχειρήματα της υπογραφής του πρώτου μνημονίου -δευτερεύον μιας και το φάντασμα της στάσης πληρωμών αποτέλεσε, συνεχίζει να αποτελεί και θα αποτελεί το πρωτεύον-, ήταν πως το μνημόνιο ήταν μια ευκαιρία να αλλάξουμε. Ένα επιχείρημα το οποίο αν απομονώσει κανείς το ρόλο του ως επικοινωνιακή κυβερνητική προπαγάνδα,  κανείς από όσους δεν κερδίζουν από το μέχρι σήμερα κρατικό πελατειακό μόρφωμα δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει. Ένα κράτος με διαλυμένη οικονομία,  απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, τριτοκοσμική υγεία,  υπερτροφική γραφειοκρατική διοίκηση  που στηρίζεται σε μαύρο χρήμα και πελατειακή ή «εξουσιαστική» σχέση,  ανύπαρκτη παραγωγή και εργασιακές σχέσεις σε μια αγορά εργασίας που ακόμα και στο μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού αλλά κρατικοδίαιτου τομέα στηρίζεται σε γνωριμίες και όχι σε προσόντα, είναι αδιανόητο να βρει υποστηρικτές που να επιθυμούν τη συντήρηση του σε αυτό το καθεστώς . Η αλλαγή του είναι επιβεβλημένη όχι για λόγους ανάπτυξης και οικονομικού περιβάλλοντος αλλά για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης πρωτίστως.  Ακόμα και με ξένη επιτήρηση ως φόβητρο επιβολής αν βέβαια αυτή ήταν από μια ΕΕ πιστή στις αρχές της και όχι από το μόρφωμα που έχει εξελιχθεί σήμερα.
  Για να συμβεί όμως αυτή η αλλαγή χρειάζονται δύο πράγματα που θα λειτουργήσουν ως καταλύτες. To πρώτο,  είναι η συνειδητοποίηση από τον κόσμο την ανάγκης αυτής της αλλαγής και το δεύτερο, η πολιτική βούληση όχι μόνο από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία αλλά από όλη την πολιτική σκηνή ανεξαρτήτως ιδεολογιών ή ιδεοληψιών. Το ένα είναι πάντα σε συνάρτηση του δεύτερου, ειδικότερα όταν μιλάμε για πολίτες που η πολιτική τους τοποθέτηση δεν συνάγεται από ιδεολογικούς ή ταξικούς παράγοντες αλλά  διαμορφώνεται με βάση την «οπαδική» ή συμφεροντολογική τους προσκόλληση σε κάποιο χώρο που όμως είναι πάντα έτοιμος να αλλάξει για να αυτοσυντηρηθεί αν δει πως δεν χαλιναγωγεί το λαϊκό αίσθημα.     
 Για να υπάρξει όμως αυτή η συνειδητοποίηση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επιθυμία για αυτή την αλλαγή.
Υπάρχει όμως αυτή η συνειδητοποίηση ή επιθυμία στον ελληνικό λαό; Θα ήθελε να θυσιάσει ατομικά ή συντεχνιακά μέρος των ανορθόγραφων κεκτημένων του για μια εκ των βάθρων ανασύνταξη προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας;
  Εδώ το ζήτημα είναι καθαρά ποσοτικό. Το πρόβλημα δεν έγκειται σε ζήτημα πλειοψηφίας, αλλά στο ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού έχει «αντρωθεί», σιτίζεται και διαπλέκεται μέσα από το υπάρχον σύστημα και όχι μόνο δεν θέλει, αλλά είναι έτοιμο να αντισταθεί με όποιο μέσο υπάρχει στη διατήρηση του ή καλύτερα επειδή οι συνθήκες έχουν βίαια αλλάξει, στην πλήρη επαναφορά του στην προ 2009 κατάσταση.  Ένα μεγάλο μέρος που συναντά κανείς σε όλες τις επαγγελματικές ομάδες. Από τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες μέχρι τους μεγαλο-φοροφυγάδες, από  που τους πανεπιστημιακούς μέχρι τους δημοσίους υπαλλήλους, από τους υπέρμαχους της παραμονής του καθεστώτος των «ευγενών» κλειστών επαγγελμάτων μέχρι τους συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ ή της ΓΣΕΕ, από τον οποιονδήποτε κερδίζει και αποτελεί έστω και ένα μικρό γρανάζι αυτού του συστήματος. Μειοψηφία στον αριθμό του συνόλου αλλά ποσοστιαία μεγάλη δύναμη στη διαμόρφωση πολιτικών ισορροπιών και της στρεβλής πραγματικότητας του πολιτικού κόστους.
  Ο λόγος άλλωστε της πλήρης αποτυχίας εφαρμογής του πρώτου μνημονίου ήταν αυτό ακριβώς το «πρόβλημα». Η τότε κυβέρνηση δεν μπόρεσε λόγω της άμεσης εξάρτησης της με αυτόν τον πυρήνα να εφαρμόσει τίποτα από αυτά που δεσμευτικέ ως διαρθρωτικές αλλαγές και περιορίστηκε σε εξαγγελίες που δεν έγιναν πράξη. Ίσως και για αυτό δεν διαπραγματεύτηκε τους όρους μιας και γνώριζε εκ των προτέρων πως θα έμεναν ανεφάρμοστοι. Κάτι που συνέβαινε επί χρόνια μόνο που στην παρούσα κατάσταση και με άμεση χρηματική εξάρτηση από τους δανειστές, τελικά το πλήρωσε πολύ χειρότερα με την απώλεια της αυτοδυναμίας της και τουλάχιστον δημοσκοπικά πολύ περισσότερο από όσο περίμενε. Μαζί της όμως το πλήρωσε ολόκληρος ο ελληνικός λαός μιας και τα μέτρα που της επιβλήθηκαν να πάρει  για να καλύψει τις «τρύπες» των υποχρεώσεων της που προέκυψαν από αυτή την «μόνιμη αναβολή» ήταν όχι μόνο δυσβάσταχτα αλλά κοντεύουν να εξαφανίσουν την πάλε ποτέ κραταιά ελληνική μεσαία τάξη, τουλάχιστον στο χαμηλό της όριο αλλά με δυναμική προς το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου της. Ταυτόχρονα, αυτή η ίδια αναβλητικότητα και μη τήρηση όσων είχαν συμφωνηθεί κατέταξε τη χώρα –ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΔΙΚΑ- ως την πλέον αναξιόπιστη στα μάτια όχι μόνο των ευρωπαίων εταίρων αλλά και σε κάθε χρηματοοικονομικό παράγοντα.
  Ακόμα και τώρα όμως, και παρ ότι η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι όχι απλά ζοφερή αλλά πλέον προσβλητική για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δημοκρατία, πολύ φοβάμαι πως αντί για συνειδητοποίηση αυτό που παράγεται και εισπράττεται είναι μια τυφλή οργή, μια μεγάλη σύγχυση και  ένας άκρατος λαϊκισμός που καταργεί τη σκέψη και την κρίση. Η επίσημη χρεοκοπία προάγεται με μια μεγάλη ελαφρότητα ως λύση και ως αίτημα για τιμωρία μέσω στάσης πληρωμών των δανειστών, το πετρελαϊκό όραμα και το ελληνικό υπέδαφος είναι το επιχείρημα του μέσου πολίτη που έχει γίνει εξειδικευμένος γεωλόγος και «γνωρίζει» με ακρίβεια και τις περιοχές του πλούτου, η Κίνα και η Ρωσία είναι έτοιμες στο μυαλό μας να μας χαρίσουν απλόχερα δισεκατομμύρια χωρίς όρους, δεκάδες άλλες τέτοιες αναλύσεις που όλοι ακούμε καθημερινά να μας χαϊδεύουν τα αυτιά. Η απλοϊκότητα και ο λαϊκισμός έχουν καταργήσει κάθε έννοια κριτικής σκέψης, και πρόταση ονομάζεται το ανάθεμα.. Όλοι και όλα μέσα σε ένα κουβά αντιμετωπίζοντας τους εαυτούς μας όχι μέσα σε ένα παγκόσμιο ή ευρωπαϊκό περιβάλλον αλλά ως κάτι μοναδικό και αυθύπαρκτο που όλοι επιβουλεύονται. Επενδύουμε στο Χάος και μετά έχει ο θεός..Χειρότερα από τώρα δεν θα ναι.. Μόνο που αυτό το χειρότερα το χουμε πει εκατοντάδες φορές.  Και με την εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙ, αποτέλεσμα ακριβώς αυτής της πολιτικής μας αναβλητικότητας να διορθώσουμε το κράτος, την αξιοπιστία,  και τους εαυτούς μας δίνοντας εύκολη λαβή σε οποιαδήποτε πολιτικά και οικονομικά καιροσκοπικό εκβιασμό των αντισυμβαλλομένων μας ,θα συνεχίσουμε να το λέμε και να ανακαλύπτουμε πως υπάρχει και πολύ χειρότερα μιας και η χρεοκοπία έχει ήδη συντελεστεί εκτός τεχνικών όρων.  
  Τα όρια έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Όσο προσπαθούμε να κρατηθούμε στα στρεβλά «κεκτημένα» τόσο πιο βίαιη θα είναι η νέα μας προσαρμογή.  Όχι από τους ξένους ή την κάθε Τρόικα, αλλά από εμάς στα συντρίμμια ενός κράτους  που έμαθε να τρώει τις σάρκες των πολιτών του και του ίδιου.
  Η ανάγκη ενός μνημονίου μεταξύ μας που θα έπρεπε να έχει συμβεί εδώ και χρόνια είναι πλέον επιτακτική. Κι αν αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αντιληφθεί η μεγάλη ποσοστιαία αλλά όχι πλειοψηφούσα στο σύνολο της Ελληνικής κοινωνίας συστημική «ομάδα» (Οι λεγόμενοι insiders όπως πολύ δόκιμα τους έχει ονομάσει ο φίλος Leo στις αναλύσεις του στο Blog του “Μη μαδάς τη Μαργαρίτα») θα πρέπει να αποφασίσουν οι «σιωπηρές πλειοψηφίες».  Αυτή θα πρέπει να είναι η απαίτηση μας από οποιοδήποτε κόμμα και οποιονδήποτε μας ζητήσει να εμπιστευτούμε.  Με λόγια ξεκάθαρα που μπορεί να μη μας γεμίζει πετρελαϊκές ελπίδες και θαύματα , να μην «εκτρέφει» την αγανάκτηση και την οργή μας με συνθηματολογία και χάιδεμα αυτιών, να μη μας μιλάει για ειδικές συνθήκες που θα περάσουν, αλλά για την εφαρμογή ενός ξηλώματος όλων αυτών που μας έφεραν ως εδώ. Ένα μνημόνιο για τη δημιουργία ενός κράτους σκληρού στην εφαρμογή του νόμου, απέναντι σε οποιαδήποτε συντεχνιακή στρέβλωση και έτοιμο να συγκρουστεί με όλους τους νοσταλγούς του εκτρώματος που βιώσαμε. Με τη συνταγματική αναθεώρηση ως απαραίτητη σε αυτό το σκοπό..
Προέχει όμως η δική μας συνείδηση, η δική μας επιθυμία και η γνώση πως αυτό είναι κάτι που θα χρειαστεί χρόνο. Γιατί αν εμείς συνεχίσουμε να πιστεύουμε σε «μεσσίες» και «σωτήρες», αν συνεχίσουμε να οραματιζόμαστε την Ελλάδα της επιστροφής στο παρελθόν, αν θεωρήσουμε πως η λύση θα έρθει από όλους εκείνους που η κυβερνητική τους νοοτροπία μας έφερε ως εδώ, αν δεν κάνουμε το δικό μας μνημόνιο, τότε τα μνημόνια που θα έρχονται εκβιαστικά και υπό το καθεστώς φόβου, πολύ σύντομα πλέον δεν θα έχουν πολίτες αλλά ιθαγενείς υπηκόους…

Δηλώσεις Χρυσοχοΐδη. Αλήθεια τι πρωτότυπο είχαν;

    Ακούγοντας τις δηλώσεις Χρυσοχοΐδη, μου ήρθαν συνειρμικά στο μυαλό δύο άλλες περιπτώσεις που απλά αποκαλύφθηκαν. Πρώτη η αποπομπή από το ψηφοδέλτιο του Πασόκ στις εκλογές του 2004 των 9 βουλευτών που υπέγραψαν την περίφημη τροπολογία Πάχτα, λέγοντας ότι δεν ήξεραν τι ακριβώς υπέγραφαν και πως αυτό στις τροπολογίες αποτελεί μια συνήθη διαδικασία. Δεύτερη και πιο πρόσφατη  περίπτωση, οι ισχυρισμοί των λεγόμενων Βατοπεδινών της ΝΔ πως δεν γνώριζαν ακριβώς τι υπέγραφαν.    
   Δύο περιπτώσεις που έτυχε και ήρθαν στο φώς απλά γιατί οι υπογραφές αποτελούσαν τη νομιμοποίηση ενός σκανδάλου. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις η υπογραφή ήταν όντως συνειδητή, κάτι που αποτελεί κακουργηματική πράξη αλλά με την κλασσική πλέον μέθοδο των εξεταστικών επιτροπών και πορισμάτων αυτόαθωώνεται, για κάποιους άλλους η άγνοια του τι υπογράφουν αποτελούσε απλά μια τυπική κομματική διαδικασία στα πλαίσια στήριξης του κυβερνητικού «έργου».  Κάτι που προφανώς γινόταν και γίνεται συνέχεια. Το πάλε ποτέ περίφημο άρθρο του Τεγόπουλου με τίτλο «Συνένοχος ή Βλάξ» πάντως το ίδιο επικίνδυνοςαπό την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά, δεν αποτελέι πια μέρος του πολιτικού κουλτούρας –ενδεχομένως ούτε και τότε- και τέτοιες απόψεις το ίδιο το σύστημα έχει προλάβει να τις χαρακτηρίσει «πονηρές» ή λαϊκίστικες στην καλύτερη περίπτωση.  Όταν δε υπάρχει και το «δημοκρατικό» πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας με φόβο την απώλεια της δεδηλωμένης, η ρετσινιά της αποστασίας που κουβαλάει από το 1965 δεν αφήνει περιθώρια «ελιγμών»  σε αυτή την κουλτούρα. Εξάλλου, χτες ελάχιστες ώρες μετά τη «γκάφα;;;» Χρυσοχοΐδη, η ψηφοφορία στη Βουλή με τα όσα τραγελαφικά συνέβησαν και τα ψευτοαντάρτικα εκ του ασφαλούς, αυτό ακριβώς απέδειξε.  
   Το ζήτημα δεν είναι το πώς υπέγραψε ο κος Χρυσοχοΐδη ή η Κα Κατσέλη αλλά και τόσοι άλλοι που απλά δεν το παραδέχτηκαν και ίσως από σήμερα θα βρεθούν στη θέση του «κατήγορου» για το αίσχος των δύο. Σήμερα διαβάζουμε παντού για αυτό το αίσχος, την ανευθυνότητα, την ενδεχόμενη στρατηγική λόγω δελφινομαχίας και απόταξης της ένοχης στη συνείδηση των πάντων Παπανδρεικής διετίας, και άλλα πολλά.
  Το ζήτημα είναι πως όλοι μας γνωρίζουμε πως και οι δύο τους θα επανεκλεγούν και μάλιστα με υψηλά ποσοστά ψήφων. Πως το επίπεδο του κοινοβουλευτικού έργου όχι είναι απλά χαμηλό και γεμάτο επικίνδυνες στρεβλώσεις αλλά πως αυτές οι στρεβλώσεις  θεωρούνται φυσιολογικές και μας αγγίζουν μάλλον επιδερμικά.
   Σε μια κοινωνία που η πολιτική θα είχε την πραγματική της υπόσταση, που οι πολιτικοί θα γνώριζαν πως οι πράξεις τους παρακολουθούνται και ελέγχονται από τον εντολοδόχο λαό, και που έχουν άμεσες συνέπειες για τις πράξεις ή παραλήψεις τους, η αυτονόητη συνέχεια των δηλώσεων Χρυσοχοίδη και Κατσέλη θα ήταν πως αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, ζητάνε συγγνώμη και αποχωρούν δια παντός από τον πολιτικό βίο πληρώνοντας το τίμημα και χάνοντας της ευκαιρία τους. Σήμερα όμως ξέρουν πως όχι μόνο θα επανεκλεγούν αλλά κάτω από προϋποθέσεις η επιδερμική μας αντίδραση και η «κοντή» μας μνήμη θα τους επιτρέψει να διεκδικήσουν μέχρι και την πρωθυπουργία. Και όλα αυτά πάντα με την ψήφο μας..